ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Ὁ εὐλογημένος Συμεὼν ὁ Μικρασιάτης
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ᾖρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ;
-«Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς
εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Ἦρθε καὶ σήμερα;
-Ἦρθε.
-Καὶ τί σου εἶπε;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κᾶνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ὁ Πνευματικὸς κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωῒ-πρωῒ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καὶ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 2008, σελ. 350-351,
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικῆς).
Νουθεσίες Γέροντος Ἰωσὴφ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἡσυχαστοῦ (+1959)
* Ἡ ἀπόγνωσις εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, καὶ χαίρει ἐν αὐτῇ ὑπὲρ ἅπαντα ὁ διάβολος. Διαλύεται δὲ εὐθὺς μὲ τὴν ἐξαγόρευσιν.
* Τὸ ἁμάρτημα τὸ μικρὸν ἢ τὸ μέγα διὰ τῆς ἀληθοῦς μετανοίας ἐξαφανίζεται.
* Μόνον τὴν μετάνοιαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν λάβη εἰς χείρας Του ὁ Φιλάνθρωπος, ὅλα τὰ ἄλλα γνωρίζει Αὐτὸς νὰ οἰκονομῆ πανσόφως εἰς σωτηρίαν... Ὁ ἐλεήμων Θεὸς αἰτίαν γυρεύει καὶ ἀφορμὴν διὰ νὰ σώση ψυχήν.
* Ἐπειδὴ ἐμολύναμε τὸν νοῦν μας, τὴν καρδίαν μας καὶ τὸ σῶμα μας, μὲ λόγον, μὲ ἔργον, κατὰ διάνοιαν, τώρα δὲν ἐχομεν παρρησίαν. Δὲν ἔχομεν ἔνδυμα γάμου. Δι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ καθαρισθῶμεν μὲ ἐξομολόγησιν, μὲ δάκρυα, μὲ πόνον ψυχῆς· καὶ τὸ πάντων ἀνώτερον, μὲ προσευχήν, ὅπου καθαρίζει καὶ τελειοποιεῖ τὸν ἄνθρωπον.
* Καί, ὅσον ἐσὺ καθαρίζεις ἀπὸ τὰ πάθη, τόσον εἰρηνεύεις καὶ σωφρονεῖς καὶ ἐννοεῖς τὸν Θεόν.
* Ἡμεῖς νὰ ζητῶμεν τὸ ἔλεος τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ ἐπιμεληθῶμεν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ ἔρχονται μόνα τους χωρὶς τὴν ζήτησιν ἡμῶν.
* Φροντίζετε τὴν ψυχήν σας μόνον· αὐτὴν μεριμνᾶτε νὰ σώσετε ὁποὺ εἶναι τιμία, ἀθάνατος.
* Ὅταν ἐξομολογῆται ὁ ἄνθρωπος, καθαρίζεται ἡ ψυχή του καὶ γίνεται ἀδάμαντας φωτεινός... Χωρὶς τὴν ἐξομολόγησιν, μετάνοια δὲν λογίζεται· καὶ χωρὶς τὴν μετάνοιαν ἄνθρωπος δὲν σώζεται...
* Ἂν δὲν ἀφήσης τὴν ἁμαρτίαν ὅ,τι καὶ ἂν κάνης πηγαίνει χαμένο. Μόλις χωρίσεις καὶ ἀφήσεις τὴν ἁμαρτίαν ὅλα εἶναι συγχωρημένα μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν.
* Ὅλα συγχωροῦνται, μόνον ὅσα δὲν ἐξομολογηθοῦν, ἐκεῖνα δὲν συγχωροῦνται... Χῦσε δυὸ σταγόνες δάκρυα μὲ πόνον ψυχῆς, καὶ ξεπλύνεται ὅλος ὁ ρύπος.
Νουθεσίες Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου
* Καμμιὰ χαρὰ κοσμικὴ δὲν μένει χωρὶς μεταμέλεια. Μόνον ἡ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι γνήσια καὶ εἰλικρινής. Δόξες καὶ χρήματα, ὅλα εἶναι ψεύτικα. Ὅλα αὐτὰ ὁ θάνατος τὰ βάζει στὴν ἁρμόζουσα θέσι τους.
* Ὁ οὐράνιος Πατὴρ μᾶς παιδεύει ὄχι γιὰ νὰ ἔλθουμε σὲ ἀπόγνωσι, ἀλλὰ γιὰ νὰ μετανοήσουμε καὶ διορθωθοῦμε.
* Ὁ πόνος ἐξαγνίζει τὴν ψυχή, τὴν κάνει ταπεινή, πονετική, ἀγαθὴ καὶ ἔτσι καταστρώνεται τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν θείαν ἐπίσκεψι.
* Ὅλα τὰ λυπηρὰ μᾶς ἀποστέλλονται χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας ποὺ νοσεῖ.
* Δωρεὰν σώζει ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον, οἱ κόποι δείχνουν τὴν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου.
* Μὲ τὴν ὑπομονὴ στὰ παθήματα κάμνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὑπομένει πειρασμό, ἐπιθέτει φάρμακο στὴν ψυχή του.
* Ποιὸς μετενόησε καὶ δὲν σώθηκε; ποιὸς εἶπε τὸ ἡμάρτησα καὶ δὲν συγχωρέθηκε; ποιὸς ἔπεσε καὶ ἐζήτησε βοήθεια καὶ δὲν σηκώθηκε; ποιὸς ἔκλαυσε καὶ δὲν παρηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Θεόν;
* ᾿Από τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἰδεῖ προαίρεσι ἀγαθὴ καὶ βία (προσπάθεια φιλότιμη) στὰ μέτρα τῶν δυνάμεών του, καὶ ὅταν αὐτὰ τὰ διάθεση μὲ ταπείνωσι, τότε Αὐτὸς ἀναλαμβάνει τὴν τελείωσι τοῦ ἀγαθοῦ ἔργου...
* ... Σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν ἔχουμε θέσι κανείς. Ὁ πνευματικὸς κόσμος μᾶς περιμένει ὅλους. Περαστικοὶ εἴμεθα πάνω στὴ γῆ... Πρὶν δὲ μᾶς πάρη ἀπὸ αὐτὸν τὸν φθαρτὸν κόσμον νὰ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς τακτοποίηση μαζί Του, ὅσον γίνεται πιὸ τέλεια γιὰ νὰ μὴ δυσκολευθῆ ἡ ψυχή μας στὴν ἄνοδό της ἀπὸ τοὺς κακοὺς φορολόγους δαίμονας...
* Ἔχουμε ἕνα Θεὸ μὲ φιλόστοργα θεϊκὰ σπλάγχνα, ποὺ μᾶς ὑπομένει καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ νὰ μᾶς φροντίζει, καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀρνούμεθα, τὸν ὑβρίζουμε, καὶ δὲν ξέρουμε τί λέμε καὶ τί κάνουμε. Τυπικὰ τὸν πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωή μας γινόμαστε ἀπαίσιοι καὶ ἐλεεινοὶ οἱ δυστυχεῖς, ἀπὸ τὰ μυαλά μας, τὶς ἐπιλογές μας, τὸν ἐγωισμό μας, τὴν κοσμικοφροσύνη μας.
* Μὲ τὴν εἰλικρινῆ μας μετάνοια μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πάλι τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, νὰ καθαρίσουμε τὸ βεβαρυμένο ποινικό μας, ἀρκεῖ νὰ τηροῦμε τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε τὸ πῦρ τῆς χάριτος θὰ μᾶς θερμάνη, δροσίζη, χαροποιῆ καὶ θεοποιῆ κατὰ χάρι καὶ μέθεξι.
* Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι. Παίρνει τὸν λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί. Παίρνει τὸν ἄγριο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Παίρνει τὸν αἱματοβαμμένο ληστὴ καὶ τὸν κάνει πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου. Ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἔχει τέτοια δύναμι ἡ μετάνοια, γι᾿ αὐτὸ ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται ν᾿ ἀποτρέψη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιρρήσεις πολλῶν ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι.
* Μὲ πόνο θερμῆς προσευχῆς ἂς ποῦμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δώρησέ μας ἀληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Ἐσὺ μᾶς ἔμεινες μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρίας. Εἶσαι ἡ ἀλήθεια μέσα σὲ τόσα ψέμματα. Εἶσαι ἡ χαρά μας μέσα σὲ τόσες θλίψεις. Εἶσαι ἡ λύτρωσίς μας μέσα σὲ τόση ἁμαρτία. Εἶσαι ἡ Εἰρήνη μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο τόσο ταραγμένο.
* Εὐλαβικὰ Σὲ προσκυνῶ, δέσποζε ἐπὶ πάν
Ο τρελο -Γιάννης της Αθήνας, ο κατά Χριστόν σαλός
Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ10/07/2008 )
Η κατά Χριστόν σαλότητα, αποτελούσε ως γνωστό πάντοτε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια στο πολυάριθμο Συναξάρι των Αγίων μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα λίαν διδακτικό κεφάλαιο σωτηρίας, που έδειχνε στην ουσία πως η δικαιοσύνη και η κρίση του Θεού διαφέρει κατά πολύ απ’ αυτήν των ανθρώπων. Ένα λιθαράκι επιπλέον σ’ αυτό το κεφάλαιο αποτελεί και η ιστορία που μας αφηγήθηκε ένας ταπεινός λευϊτης του ευαγγελίου, ένας στενός φίλος του Κυρίου μας, της Παναγίας μας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Αγίου Αναστασίου του Γόρδιου. Ένας λευϊτης που ζει στα ευλογημένα βουνά των Αγράφων. Πρόκειται για ένα πραγματικό άνθος ευωδίας που ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτεται από τις καταπονημένες από τη ζωή ψυχές, που σαν μέλισσες ταξιδεύουν κοντά του για να γευτούν ως δώρο την πολύτιμη γύρη που εκπέμπει η παρουσία του και ο λόγος του.
Η αφήγηση του αφορούσε έναν σύγχρονο κατά Χριστό σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες, απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας.
Ο τρελό –Γιάννης αυτόν αφορά η αφήγηση του ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα που κληρονόμησε από τη μητέρα του σε μία πολυκατοικία 20 συνολικά διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο της γειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν συνήθιζε να γεμίζει δύο σακούλες με ψωμιά και κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει σε γέροντες, γερόντισσες και φοιτητές στη γειτονιά του. «Να είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του κυρ -Αποστόλη του φούρναρη για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας», έλεγε. Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελό -Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών της γειτονιάς του. Στον κυρ-Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους αρρώστους και πως τάχα πληρώνεται για αυτό.
Πως γνώριζε όμως τους φτωχούς της γειτονιάς του; Να είχε τη συνήθεια να χτυπά αδιάκριτα τα κουδούνια όχι μόνο της πολυκατοικίας του αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών. Αυτοσυστηνόταν σ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους εξυπηρετήσει. «Πως ξημερώσατε σήμερα; Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Τα παιδιά σας πως πάνε;» Στην αρχή κάποιοι τον απόπαιρναν. Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να του μιλήσουν, φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του. Άλλοι όμως περίμεναν τον τρελό -Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τους έμαθε όλους, γνώριζε τις ιδιοτροπίες αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Τα βράδια συνήθιζε ο τρελό -Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό σπίτι του και προσευχόταν. Του άρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήριο για να φεύγουν, όπως είπε, σε κάποιον που τον ρώτησε τα κακούδια από τη γειτονιά. Το διάβαζε τόσο δυνατά που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης που δεν τον ήξερε καλά μια ημέρα κάλεσε την αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη ησυχίας! Ακόμη καθημερινά ο σαλός λιβάνιζε ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο μέχρι και κάτω όλα τα διαμερίσματα. Και τις αυλές έβγαινε και λιβάνιζε. Και όταν κάποιος ήταν άρρωστος τον επισκεπτόταν και αφού τον λιβάνιζε και τον σταύρωνε του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα που γνώριζε την καθολική επιστολή του Ιακώβου... «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων ίνα ιαθήτε» τους έλεγε. Τους παρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά άπό το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό μας...
Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που γυρνώντας από τον φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε την πολυκατοικία για να είναι όπως έλεγε καθαρή.
Του άρεσε να παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καυγαδίζουν για τα πολιτικά κόμματα δημοσίως στα καφενεία (παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι καυγάδες για τα κόμματα). «Αχ βρε εσείς γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε τενεκέδες και κύμβαλα. Να παρακαλάτε άντί να τσακώνεστε να μας στείλει ο Θεός ένα Δαυίδ για βασιλιά. Αυτός έλυνε τα προβλήματα γιατί μάτωναν τα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή. Οι δικοί σας οι έξυπνοι τι κάνουν; Ικετεύουν μόνο για μίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά... Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε να τους λέει. Φύγε μωρέ τρελογιάννη απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν για κανένα θέλημα. Εκείνος πάντα τους έλεγε «μην ελπίζετε στους άρχοντες. Να έχετε μόνο την ελπίδα σας στο Θεό».
Μία ημέρα ο τρελό -Γιάννης δεν πήγε στη δουλειά. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης ανησύχησε. Ποτέ δεν είχε λείψει. Έστειλε λοιπόν κάποιον στο σπίτι του. Πριν φθάσει σ’ αυτό τον βλέπει το σαλό με ένα φτυάρι να έχει ανοίξει τα φρεάτια και να τα καθαρίζει από τα χώματα και τις ακαθαρσίες. «Βρε συ ντιπ- για ντιπ ζουλάθηκες;» του λέγει. «Ο κυρ –Αποστόλης σε περιμένει στο φούρνο και εσύ καθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πως θα σε προσλάβουν έτσι στο Δήμο;». Εκείνος απάντησε. «Ψάχνω να βρω από το πρωί δυό κατοστάρικα που έχασα. Αλλά δεν θυμάμαι σε ποιό από τα πέντε φρεάτια έπεσαν και έτσι τα άνοιξα όλα. Και μια που τ’ άνοιξα είπα να βγάλω και τις βρωμιές και να τα καθαρίσω», είπε χαμογελώντας ο σαλός. «Τράβα λοιπόν πες στον κυρ -Αποστόλη πως θα δουλέψω πιο πολύ αύριο για να συμπληρώσω τις ώρες, Δύο κατοστάρικα είναι αυτά... Δεν είναι παίξε -γέλασε», είπε.
Ποιός είδε τον φούρναρη τότε και δεν τον φοβήθηκε. Μόλις έμαθε τα καμώματα του σαλού απειλούσε να τον διώξει. Μετά πέντε ώρες ο Γιάννης ο σαλός είχε ολοκληρώσει την εργασία του και αποσύρθηκε ικανοποιημένος στο σπίτι του. «Τα βρήκες βρε συ τα κατοστάρικα; Τον περιέπαιξε ο μπακάλης. «Να πας στο Δήμαρχο να σου τα δώσει, που του καθάρισες τα φρεάτια» του είπε γελώντας.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν απειλητικά. Βροντές και αστραπές και μία καταρρακτώδης βροχή άρχισε να πέφτει. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια παρασύροντας ότι βρήκαν στο διάβα τους ακόμη και αυτοκίνητα. Στον ευρύτερο Δήμο της περιοχής σημειώθηκαν πολλές καταστροφές. Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, αποθήκες. Χάθηκαν περιουσίες. Η πυροσβεστική δεν προλάβαινε να αντλήσει ύδατα. Ο δήμαρχος έκανε μία περιοδεία την επόμενη ημέρα για να διαπιστώσει προσωπικά τις ζημιές. Όλοι οι δημότες διαμαρτύρονταν για τα βουλωμένα φρεάτια. Πήγε και στη γειτονιά του τρελο -Γιάννη. Εκεί δεν υπήρχε ζημιά. Ο μπακάλης που τον είδε του είπε: «Δήμαρχε, να πας να ευχαριστήσεις τον τρελο -Γιάννη που σήμερα από το πρωί καθάριζε τα φρεάτια. Μας έσωσε η τρέλα του σαλού που έψαχνε να βρει τα δύο κατοστάρικα που έχασε» πρόσθεσε. Αλλά και ο φούρναρης είπε τα ίδια στον Δήμαρχο. «Ευτυχώς που ο τρελός δήμαρχε καθάρισε τα φρεάτια όμβριων υδάτων γιατί αλλιώς θα είχαμε πνιγεί με τέτοια βροχή. Μας γλύτωσε η τρέλα του από τα χειρότερα». «Να που χρειάζονται και οι τρελοί» είπε χαμογελώντας ο δήμαρχος.
Ο σαλός κατά Χριστόν Ιωάννης συνήθιζε να ντύνεται φτωχικά. Έτσι όπως τον έβλεπαν πολλοί τον λυπόντουσαν και του έδιναν χρήματα. Πάρε βρε τρελέ να αγοράσεις κανένα παντελόνι και κανένα πουκάμισο να φορέσεις. Εκείνος τους ευχαριστούσε. Έβαζε τα χρήματα σε φακέλους, συμπλήρωνε και από το μισθό του και πήγαινε κρυφά και τα πετούσε κάτω από τις πόρτες αυτών που είχαν ανάγκη.
Όταν πήγαινε στο σούπερ –μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. «Έβαζε στο καλάθι λ.χ. ακόμη και πράγματα γυναικεία, που προκαλούσαν γέλια στις κοπελιές του ταμείου. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ-μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να του παίρνουν τα μισά χρήματα από την συνολική αξία».
Μία ημέρα κίνησε την περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι κρυφά μια ημέρα τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε μία απόμακρη γωνιά της μικρής πλατείας για να μην τον βλέπουν και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν συνέχεια άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε τα κουδούνια και να αφήνει έξω από την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια. «Τα γυναικεία είδη που ψώνιζε τα πήγαινε σε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη».
Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της εκδημίας του πριν από οχτώ χρόνια είχαν να εξιστορήσουν και από μία αφήγηση για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην πολυκατοικία που έμενε ο σαλός άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε στην Εκκλησία. Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και πριν από τον Παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τις αγίες εικόνες και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού κάνοντας τον ζητιάνο. Ότι χρήματα μάλιστα, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, μάζευε πήγαινε κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των γερόντων. Μία ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε να το κλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά. «Παπά ο τρελο- Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι» του είπε. Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή και κοίταξε κρυφά. Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματα από τις τσέπες του και να τα ρίχνει στο παγκάρι. Τι κάνεις εκεί βρε τρελέ; του φωνάζει. Και εκείνος του απαντά. «Να πάτερ μου τρύπησε η τσέπη μου και για να μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνω μέσα για να τα φυλάει η Παναγιά μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα»!
Η Νικολέττα στη συνέχεια τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ πήρε το λόγο. Ένα σούρουπο πριν από δέκα , ίσως και παραπάνω χρόνια είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα στη γειτονιά μας. Τον παρατηρούσα γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον τρελο-Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό βήμα να κατευθύνεται τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια τετραμελής. Στρογγυλοκάθισε ο τρελός μπροστά στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας και άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει «το αγνή Παρθένε...» Πέρασαν σχεδόν δύο ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα έξω και του είπα να σταματήσει. Τότε είδα τον νεαρό να απομακρύνεται βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκε στην μονοκατοικία. Από περιέργεια πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου δεν σας κρύβω πως πήγε στο κακό. Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα, μου άνοιξε.
Ο τρελο-Γιάννης καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιος της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι αυτή που λέει «ου μοιχεύσεις». «Ξέρεις Γιωργάκη μου η μοιχεία δεν είναι αρεστή στο Θεό. Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο μιαρό Σατανά που μπαίνει στο σπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος και το μίσος μπαίνουν από τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού που έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Η γυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο μπαμπάς και η μαμά με το γάμο Γιωργάκη μου γίνονται μία σάρκα, ένα σώμα. Με τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου».
Δεν σας κρύβω πως θύμωσα πολύ. «Τι λες βρε αθεόφοβε στο παιδάκι; Για συμμαζέψου...» είπα. Η κοπέλα τότε έβαλε τα κλάματα και μου είπε με αναφιλητά. «Για μένα τα λέει, άστον μην τον αποπαίρνεις...»
Ο τρελό – Γιάννης όμως έφυγε βιαστικά και η κοπέλα τότε μου εξομολογήθηκε πως σκόπευε να απατήσει τον άνδρα της με έναν νεαρό που γνώρισε σε μία καφετέρια που είχε πάει με μία φίλη της να πιει καφέ. Της είπε πως ο νεαρός θα τη συναντούσε στο σπίτι της, εκμεταλλευόμενος την απουσία του άνδρα της που είχε πάει για δουλειές στην επαρχία αλλά ο Θεός τη φύλαξε και δεν ήρθε. Γλίτωσα από μεγάλο κακό Νικολέττα μου. Θα χαλούσα την οικογένειά μου και το γάμο μου. Όταν χτύπησε ο τρελο -Γιάννης νόμιζα πως ήταν ο νεαρός και θα είχα τη δύναμη να τον διώξω. Ευτυχώς ο Θεός με γλίτωσε από μεγάλη αμαρτία. «Ο σαλός σε προφύλαξε γιατί ο νεαρός ήρθε αλλά στο σκαλοπάτι της εξώπορτας καθόταν επί ώρες ο σαλός ψέλνοντας καθώς σεργιανούσε έξω από την πόρτα σου ο νεαρός. Δεν τον άκουγες;» της είπα.
Είχα ακούσει λέγει τότε ο φούρναρης πως ο Γιάννης ήθελε από μικρός να γίνει παπάς. Όμως λίγο η κατοχή, λίγο ο εμφύλιος δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Έμαθε μόνο να διαβάζει και να γράφει λίγο. Έτσι, όταν πήγε νεαρός ακόμη στον Επίσκοπο και του ζήτησε να τον κάνει παπά εκείνος τον απέτρεψε συστήνοντάς του να πάει πρώτα στο σχολείο. Αλλά να, με όλα αυτά που λέτε αλλά και μ’ αυτά που γνωρίζω και εγώ που τον είχα στο φούρνο μπορώ να πω πως ο Θεός μπορεί να μην τον έκανε παπά αλλά τον έχρισε Επίσκοπο στη γειτονιά μας. Τα τελευταία λόγια του κυρ -Αποστόλη χάθηκαν μέσα στους λυγμούς του και τα δάκρυά του.
Οι περιπέτειες του στο νοσοκομείο Παίδων και η στροφή του Δημητράκη
Δάκρυα τότε κύλησαν και από πολλούς άλλους παριστάμενους. Όλοι ήθελαν να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία. Δύο κοπέλες παρατηρούσαν αμήχανα πιο απόμακρα. Στο πρόσωπό τους ζωγραφιζόταν έκδηλα ο θαυμασμός ανάμεικτος με το συναίσθημα της θλίψης. Κανείς εκ των παρευρισκομένων δεν τις γνώριζε και όλοι αναρωτιόντουσαν να μάθουν ποιες ήταν. Ο κυρ Αναστάσης πίστεψε πως θα συνδέονταν με κάποια συγγένεια και ως διαχειριστής που ήταν πήρε την πρωτοβουλία και τις ρώτησε αν είχαν κάποια σχέση με τον εκδημήσαντα προς Κύριον.
Η πιο εύσωμη τότε, αφού σκούπισε τα δάκρυά της άρχισε να λέγει. «Ονομάζομαι Αρετή και μαζί με τη φίλη μου την Καλλιόπη εργαζόμαστε στο νοσοκομείο Παίδων. Πριν από αρκετά χρόνια γνωρίσαμε τον κυρ-Γιάννη τον Κλόουν. Έτσι τον ξέραμε αυτόν που εσείς αποκαλείτε τρελο -Γιάννη. Ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα φορτωμένος πάντα με παιχνίδια. Τα μοίραζε στα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Τα αγαπούσε όλα αλλά έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα και αγάπη σ’ όσα νεογέννητα μεγάλωναν στο νοσοκομείο μόνα τους, επειδή τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους. Τους έφερνε ρούχα, παιχνίδια και όλο και άφηνε και κάποια χρήματα στην εφημερεύουσα νοσοκόμα μη τυχόν χρειαστούν και κάτι άλλο στο διάστημα που εκείνος δεν ερχόταν. Εμείς δεν τον ξέραμε ως τρελό, όπως εσείς. Για μας ήταν ο πιο καλός κλόουν που διασκέδαζε όσο κανείς άλλος τα παιδιά...».
«Αγαπούσε πιο πολύ ένα μικρό παιδάκι που οι γονείς του το εγκατέλειψαν γιατί είχε σύνδρομο Down» συμπλήρωσε η Καλλιόπη. «Βρε Καλλιοπίτσα, πως αυτό το αγγελουδάκι το άφησαν, αναρωτιόταν. Οι καημένοι (οι γονείς) αν ήξεραν ότι το αγγελουδάκι αυτό αποτελούσε γι’ αυτούς το εισιτήριο για τον παράδεισο και την αιωνιότητα δεν θα το εγκατέλειπαν. Αφήνεις μωρέ ένα τέτοιο θησαυρό; Ο Χριστός μας Καλλιοπίτσα μου είπε πως είναι αγάπη. Και η αγάπη ξέρεις εμπεριέχει τη θυσία. Αγάπη χωρίς θυσία είναι σαν τον άδειο τενεκέ, τον ξεγάνωτο που έλεγε και η μανούλα μου. Ο Χριστός Καλλιοπίτσα μου είπε πως όποιος δεν έχει αγάπη θυσιαστική μοιάζει σαν ένα μηδενικό. Αν ξέραμε καλό μου κορίτσι τι θησαυρούς στέλνει στον άνθρωπο συνεχώς ο Θεός για να τον σώσει θα πετούσαμε τις σκούφιες μας από τη χαρά μας. Να δες, αυτό το αγγελουδάκι είναι ένας τέτοιος θησαυρός. Θα σου πω μάλιστα ένα μυστικό. Αν βρισκόταν σήμερα μια καλή οικογένεια και το υιοθετούσε, τότε όχι μόνο θα έπαιρνε αμέτρητες ουράνιες ευλογίες αλλά με τη θυσία της αγάπης τους να αγκαλιάσουν ένα λαβωμένο στο σώμα αγγελουδάκι θα το γιάτρευαν. Γιατί ο τριαδικός Θεός μας είναι φιλεύσπλαχνος και φιλόστοργος». Αυτά μου είπε ο κυρ-Γιάννης καθώς κοίταγε το άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδάκι που κοιμόταν στο νοσοκομειακό κρεβατάκι του. «Δεν είναι Καλλιοπίτσα μου περίεργο οι άνθρωποι σήμερα να νοιάζονται περισσότερο για τα ζωάκια και σ’ αυτά τα παιδάκια να μην δίδουν σημασία. Δεν λέω πως δεν πρέπει να αγαπάμε τα πετεινά και τα ζώα. Και εκείνα πρέπει να τα φροντίζουμε αλλά πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζουμε τον πάσχοντα άνθρωπο, που αποτελεί και εικόνα του Θεού. Να γίνουμε καλοί Σαμαρείτες χρειάζεται σήμερα ώστε να δίνουμε και τη ζωή μας όταν παραστεί ανάγκη για την ανακούφιση του άλλου. Μην το ξεχνάτε αυτό, ιδιαίτερα εσείς οι νοσοκόμες που η εργασία σας συνδέεται με τον ανθρώπινο πόνο.
Είχα την εντύπωση πως ο κυρ- Γιάννης ήταν θεολόγος -καθηγητής. Αυτό συμπέρανα από τις βαθιές θεολογικές αλλά και απλές αναλύσεις του. Ήξερε όλη την Αγία Γραφή και με παρότρυνε με πίστη να διαβάζω κάθε ημέρα μία- δύο σελίδες από την Αγία Γραφή που ο ίδιος μου χάρισε. Με συμβούλευε να γονατίζω καθημερινά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και να τις περιγράφω με λεπτομέρεια τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα της ημέρας. «Καλή μου Καλλιοπίτσα ζήτα από την Παναγίτσα μας να γίνει η πιο καλή σου φίλη και τότε θα δεις να αλλάζουν όλα γύρω σου. Η καλή μας Παναγία, είναι η πιο καλή μάνα, η πιο καλή αδελφή, η πιο καλή φίλη. Μίλα της ακούει», μου έλεγε.
Όταν χθες το βράδυ, του τηλεφώνησα και κάποιος κύριος μου είπε πως πέθανε και με ενημέρωσε για την κηδεία ένοιωσα σαν να έχασα τον πατέρα μου. Ξαφνικά πετάγεται πάνω ο κυρ- Αναστάσης και ρωτά. «Πότε τηλεφώνησες; Χθες το βράδυ γύρω στις οκτώ. Ήθελα να τον ρωτήσω αν αυτή την Κυριακή που έχω βάρδια θα ερχόταν, γιατί δεν σας κρύβω πως τον κυρ-Γιάννη τον εμπιστευόμουν περισσότερο απ’ όλους, ακόμη και από τους γονείς μου... Μα το σπίτι είναι κλειστό από προχθές και κλειδιά έχω μόνο εγώ, αναρωτήθηκε ο κυρ -Αναστάσης. Στράφηκε λοιπόν προς τους υπολοίπους και τους ρώτησε αν κάποιος έχει κλειδιά. Η απάντηση ήταν αρνητική. «Μα η φωνή που μου απάντησε έμοιαζε μ’ αυτή του κυρ-Γιάννη. Θεώρησα πως είναι κάποιος συγγενής του. Τώρα όμως, που το λέτε θυμάμαι πως με αποκάλεσε «Καλλιοπίτσα». Έτσι μόνο εκείνος μ’ αποκαλούσε! Εκείνη την ώρα όμως με συγκλόνισε η αναγγελία του θανάτου και δεν έδωσα σημασία... Τώρα Καλλιοπίτσα θα φροντίζετε μόνες σας τα παιδάκια γιατί ο κυρ-Γιάννης πέθανε και δεν θα μπορεί να σας επισκεφθεί ως κλόουν, μου είπε. Νόμιζα πως οι οικείοι του γνώριζαν αυτή τη δραστηριότητα του και δεν έδωσα σημασία... Τώρα μαθαίνω πως δεν έχει συγγενείς και δεν ξέρω τι να πω».
Τότε ο παπά -Δημήτρης που παρακολουθούσε αμίλητος στεκόμενος σε διπλανό τραπέζι σηκώθηκε όρθιος και είπε. «Μα αυτός είναι άγιος». Άγιος, Άγιος φώναξαν αυθόρμητα όλοι.
«Σας ακούω τόση ώρα να αφηγείστε όλοι τις περιπέτειες του κοιμηθέντος αδελφού μας Ιωάννη. Όλα αυτά που είπατε για το τρελο- Γιάννη, όπως τον αποκαλείτε είναι θαυμαστά γεγονότα τα οποία χαρακτηρίζουν μόνο τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας. Έχω την εντύπωση πως δεν επρόκειτο για μια κοινή ομήγυρη κηδείας αλλά για μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Η διαπίστωση της Καλλιόπης για το τηλέφωνο με συγκλόνισε και μου έφερε στη μνήμη μου ένα ανάλογο περιστατικό που αναφέρεται στη ζωή του αγίου γέροντα Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη...».
Παπά μου θέλει να μιλήσει και ο Δημητράκης, είπε ο κυρ –Αποστόλης. Πες το βρε συ να τ’ ακούσουν όλοι, αυτό που μου είπες πριν από λίγο για τον τρελο-Γιάννη. Ο Δημητράκης ήταν ένα παιδί στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Βάδιζε τα δεκατέσσερα χρόνια και πήγαινε στη Β’ τάξη Γυμνασίου. Έμενε με τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό του Παύλο και τους γονείς του, δύο πολυκατοικίες πιο πέρα, από εκεί που κατοικούσε ο τρελο -Γιάννης. Τον τελευταίο χρόνο σ’ αντίθεση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του είχε στραφεί προς τον Θεό. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη στροφή. Αναρωτιόντουσαν τι συνέβη και άλλαξε ο ζωηρός Δημητράκης και πως άφησε τις σκανδαλιές και τις αταξίες και στράφηκε στη μελέτη και τη σωφροσύνη. Ακόμη και οι γονείς του αγνοούσαν την αιτία αυτής της μεταστροφής του. Στην αρχή μάλιστα πίστευαν πως έχει παρασυρθεί από καμιά αιρετική οργάνωση. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσαν πως δεν κρυβόταν τίποτε τέτοιο πίσω από την αλλαγή του γιου τους. Έβλεπαν ακόμη πως από τότε που ο γιος τους εστράφη προς τον Θεό, τα προβλήματα στην οικογένεια τους λιγόστευαν. Σταμάτησαν οι καυγάδες. Οι έπαινοι των δασκάλων στο σχολείο αντικατέστησαν τις διαμαρτυρίες για τις αταξίες... Η στροφή του Δημητράκη άλλαξε το ρουν (την πορεία) της οικογένειας. Οι γονείς του εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο όταν είδαν πως ο γιος τους άρχισε να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και να διαβάζει την Αγία Γραφή που του χάρισε ο τρελο-Γιάννης. Ο καημένος ο Παναγιώτης πατέρας του Δημητράκη που συνήθιζε να επισκέπτεται την Εκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα αναστατώθηκε. Συζήτησε το θέμα με την γυναίκα του Πολυξένη. «Βρε γυναίκα, μήπως ο Δημήτρης έχει μπλέξει; Πως άλλαξε έτσι; Μήπως είχε καμιά ερωτική απογοήτευση και τον παράτησε καμιά πιτσιρίκα; Φοβάμαι ότι οι παπάδες θα τον χαλάσουν. Άντε που κινδυνεύει να τον πάρουν στο ψιλό και οι φίλοι του και να τον κοροϊδεύουν. Τι λες δεν πρέπει να του μιλήσουμε» έλεγε. Η καημένη Πολυξένη άκουγε το σύζυγό της με προσοχή. Δεν μιλούσε. Όταν έφθασε η ώρα και πήρε το λόγο είπε: «Δεν ξέρω Παναγιώτη μου τι να πω. Μπορεί να έχεις δίκαιο. Δεν σου κρύβω πως αυτές οι σκέψεις πέρασαν και από το δικό μου το κεφάλι. Ένα όμως ξέρω. Από τότε που ο Δημήτρης παρουσιάζει αυτή τη συμπεριφορά το σπίτι μας ησύχασε. Οι βαθμοί του στα μαθήματα σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο. Οι δάσκαλοι του έχουν να το λένε. Και αυτοί απορούν με το Δημήτρη. Με ρώτησαν μάλιστα αν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα... Κοντά στο Δημήτρη παρακινήθηκε και ο μικρός ο Παύλος. Ξέχασες Παναγιώτη μου πόσο ανησυχούσαμε όταν παλαιότερα ο Δημήτρης
ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα. Ξέχασες τότε που βρήκαμε κάτω από το κρεβάτι του ένα πακέτο τσιγάρα και το περιοδικό με τις άσεμνες φωτογραφίες; Ξέχασες τότε που μας κάλεσαν στην αστυνομία για να πάρουμε το παιδί μας που το κρατούσαν επειδή έσπασε μαζί με άλλους σε επεισόδια που έγιναν αμέσως μετά το πάρτυ του σχολείου τους; Ξέχασες τους γείτονες μας που μας παραπονιόντουσαν ότι ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του χτυπούν τον τρελο-Γιάννη και τον κοροϊδεύουν;
Άκουσε Παναγιώτη μου, αυτό που διαπιστώνω είναι πως με την αλλαγή του Δημήτρη ησύχασε το κεφαλάκι μου και το σπίτι μου. Τα προβλήματα λιγόστεψαν. Ακόμη και οι καυγάδες μας ως αντρόγυνο μειώθηκαν. Από τι στιγμή που ο Δημήτρης μας έφερε το Θεό στο σπίτι επανήλθε το χαμόγελο και η ευτυχία. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως εμείς κάναμε λάθος; Μήπως εμείς ευθυνόμαστε που τα παιδιά μας είχαν πάρει τέτοια πορεία; Παναγιώτη αντί να φοβόμαστε για τον Δημήτρη θα σου πρότεινα να τον ακολουθήσουμε στην πορεία του. Να αρχίσουμε σαν οικογένεια να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Να εφαρμόσουμε και αυτό που μας έλεγε προχθές ο τρελο-Γιάννης, όταν τον φώναξες να φάμε μαζί... Να βρούμε δηλαδή έναν καλό πνευματικό και να εξομολογηθούμε. Αυτό εννοούσε ο σαλός, όταν έλεγε ότι η εξομολόγηση είναι η βενζίνη που κινεί τον άνθρωπο προς τον ουρανό. Δεν μας ρωτούσε ακόμη εάν θέλουμε να ταξιδεύσουμε στον ουρανό και εμείς γελούσαμε και θεωρούσαμε αυτά τρέλες;»
«Βρε γυναίκα καταλαβαίνω τι λες αλλά να σκέφτομαι πως θα μας κοροϊδεύουν οι φίλοι μας εάν κάνουμε κάτι τέτοιο;» της λέγει ο Παναγιώτης. «Αυτό το σκέφτηκα και εγώ αλλά σκέφτηκα όμως και κάτι άλλο. Τότε Παναγιώτη που δεν είχαμε να πληρώσουμε τη δόση του στεγαστικού και ζήτησες τη βοήθεια των φίλων μας θυμάσαι πως όλοι μας ξέχασαν; Όλοι εξαφανίστηκαν και έπαψαν ακόμη και να τηλεφωνούν; Πότε μας συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μας; Μόνο όταν τους καλούμε για φαγητό στο σπίτι ή σε καμιά ταβέρνα έρχονται. Συ δεν μου είπες πως μας κουτσομπολεύουν και κατά βάθος διαπίστωσες πως χαίρονταν όταν τους λέγαμε τα προβλήματά μας για τα παιδιά; Θα είχαμε χάσει το σπίτι εάν τότε δεν βρίσκαμε κάτω από την πόρτα μας εκείνο το φάκελο με τις 100.000 δραχμές, για τον οποίο ποτέ δεν μάθαμε μέχρι σήμερα ποιος τον έβαλε αν και υποπτεύομαι ότι ο σαλός κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός» απάντησε η Πολυξένη. «Όχι, όχι το σαλό γυναίκα τον ρώτησα αλλά αρνείται πως έκανε κάτι τέτοιο. Άλλωστε που ήξερε ο σαλός το οικονομικό πρόβλημα μας;» «Αυτός όλα τα ξέρει, αφού φέρνει βόλτα όλη τη γειτονιά. Ίσως μας είδε στεναχωρημένους και ρώτησε το Δημήτρη ή τον Παύλο; Μην αποκλείεις τίποτε γιατί τέτοια φακελάκια έχουν πάρει και άλλες οικογένειες εδώ γύρω». Την Κυριακή που ακολούθησε μετά τη συζήτηση οι γονείς ανακοίνωσαν στον Δημήτρη πως θα πάνε μαζί του στην Εκκλησία. Ξύπνησαν μάλιστα και τον Παύλο, που προτιμούσε τον ύπνο κάθε Κυριακή... Μια μέρα έχουμε για να κοιμόμαστε συνήθιζε να λέγει. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε στην αρχή και ίσως να θεωρούσε πως θέλουν να τον ελέγχουν. Όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτό συνεχιζόταν και πως οι γονείς του απέκτησαν και πνευματικό και άρχισαν να διαβάζουν πνευματικά βιβλία τότε μιλούσε για θαύμα.
Με την παραίνεση λοιπόν του κυρ- Αποστόλη ο Δημητράκης άρχισε να καταθέτει τη μαρτυρία του. Όλοι είχαν στρέψει την προσοχή τους προς αυτόν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος από διπλανά τραπέζια.
«Μια ημέρα η μάνα μου με έστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο του κυρ-Αποστόλη ψωμί. Καθώς αγόραζα ψωμί έκανα και μια άσχημη πράξη που συνήθιζα να κάνω μαζί και με τους φίλους μου. Να έκλεψα μια σοκολάτα. Ο κυρ-Αποστόλης δεν το κατάλαβε και πίστευα πως δεν με είδε κανείς. Από την επόμενη ημέρα όμως καθώς έβγαινα από το σπίτι να πάω σχολείο έβρισκα έξω από την πόρτα μας δύο παρόμοιες σοκολάτες, σαν και αυτή που είχα κλέψει. Αυτό συνεχίστηκε για είκοσι σχεδόν ημέρες. Ρώτησα τη μάνα μου ποιος βάζει τη σοκολάτα και μου είπε πως κάθε πρωί χτυπά το κουδούνι της πολυκατοικίας ο τρελο-Γιάννης. Αυτός Δημητράκη μου κάνει τέτοιες παλαβομάρες, μου είπε η μάνα μου. Τότε κατάλαβα πως πρέπει ο σαλός να με είδε όταν άρπαξα τη σοκολάτα και θέλει έτσι να με εκδικηθεί. Θα του δείξω εγώ του τρελού που επιδιώκει να με κάνει να νιώθω άσχημα για μια ψωροσοκολάτα που έκλεψα. Έτσι σκεφτόμουν, τότε. Την άλλη ημέρα βρήκα πάλι τις σοκολάτες, μία για μένα και μία για τον Παύλο τον αδελφό μου μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τις δέκα εντολές και είχε υπογραμμισμένη αυτή που λέει «ου κλέψεις». Θύμωσα πολύ.
Μόλις λοιπόν σχόλασα πήγα αμέσως στην πολυκατοικία του τρελο- Γιάννη και χτύπησα το κουδούνι του. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο και μου είπε. «Συγνώμη Δημητράκη μου. Ξέρω πως ήλθες να μου ρίξεις δύο μπάτσες για τις σοκολάτες. Μπάτσες εγώ ο χαζός αξίζω. Έλα χτύπα με, όσο πιο δυνατά μπορείς. Βγάλε το θυμό σου». Τα έχασα και πήγα να φύγω. Φοβήθηκα. Που ήξερε ο τρελός ότι πήγαινα να τον χτυπήσω, αφού δεν το είχα πει σε κανένα. Στην απορία μου αυτή απάντησε αμέσως. «Θα αναρωτιέσαι καλό μου παιδί ποιος μου το είπε πως έρχεσαι να με χτυπήσεις. Έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά. «Να πριν από σένα ήταν εδώ ο Άγιος Δημήτριος , που σε προστατεύει και η Παναγία μας και μου το είπαν. Ξέρεις σ’ αγαπούν πολύ και μιλούν συχνά για σένα. Να προχθές με την Ελενίτσα τη συμμαθήτριά σου που τη χαστούκισες όταν διαφωνήσατε τους στεναχώρησες πολύ και έκλαιγαν εδώ μαζί μου. Δημητράκη μου θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό με τον όρο πως όσο βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή δεν θα το πεις πουθενά. Δέχεσαι;».
Ναι, απάντησα ενώ έβλεπα τον τρελο- Γιάννη να λάμπει από χαρά. «Ο Χριστός μας Δημητράκη θέλει να έρχεται στο σπίτι σας αλλά όσες φορές ήλθε να σας επισκεφθεί άκουσε καυγάδες και έφυγε λυπημένος. Είπε λοιπόν να σου δώσω να διαβάσεις τις εντολές Του, να τις μάθεις καλά και να τις τηρείς και τότε θα επιστρέψει και θα μένει διαρκώς μαζί σας. Ξέρεις τι σημαίνει να μένεις στο ίδιο σπίτι μ’ Αυτόν που δημιούργησε τον κόσμο; Άντε φύγε τώρα να πας στο σπίτι γιατί η μάνα σου θα ανησυχεί». Κίνησα να φύγω και ο τρελο-Γιάννης ξεπροβοδίζοντας με μου είπε χαμογελώντας. «Βρε Δημητράκη που πας να φύγεις ξέχασες να μου δώσεις τις μπάτσες». Έφυγα πετώντας για το σπίτι μου. Μόλις με είδε η μάνα μου με ρώτησε γιατί άργησα και της είπα πως πήγα στον σαλό και του είπα να μην ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θα με παχύνει. Μάνα, δώσε μου τριάντα δραχμές να δώσω στον κυρ-Αποστόλη το φούρναρη γιατί πήρα κάτι και δεν μου έφθασαν τα λεφτά. Μου τα έδωσε και πήγα τροχάδην και τα έδωσα στον κυρ-Αποστόλη. Εκείνος ξαφνιάστηκε όταν του είπα πως πήρα μια σοκολάτα μαζί με το ψωμί και ξέχασα να του την πληρώσω».
«Ε! ξαφνιάστηκα γιατί σε θεωρούσα αλητόπαιδο βρε Δημητράκη. Και μόλις έκανες αυτή την πράξη είπα πως δεν πρέπει να κατηγορώ κανένα γιατί δεν ξέρεις τι καρδιά κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο. Από τότε σε συμπάθησα» πετάχτηκε και είπε ο φούρναρης.
Η συστημένη επιστολή του τρελο -Γιάννη
Τράβηξε τότε στην αγκαλιά του τον Δημήτρη και τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα τον χάιδεψε στο κεφάλι. Η μητέρα του Πολυξένη και ο σύζυγος της Παναγιώτης που παρακολουθούσαν τη σκηνή ήταν εμφανώς συγκινημένοι. Η κυρά Πολυξένη τότε πήρε το λόγο και είπε. «Για μας ο τρελο- Γιάννης αποτέλεσε οικογενειακό στήριγμα. Ήταν αυτός που συνέβαλε ώστε να κάνουμε στροφή προς τον Χριστό. Άλλαξε τη ζωή μας και μας έκανε κοινωνούς του θαύματος της σωτηρίας. Μας έφερε στο σπίτι μας την ευλογία και με τις εποικοδομητικές παρεμβάσεις του έσπασε τους τοίχους του εγωισμού που μας αποξένωναν από τον πλησίον μας. Για μένα, τον Παναγιώτη και τα παιδιά μου υπήρξε φίλος και αδελφός. Ως αδέλφια του λοιπόν αποφασίσαμε πριν λίγο να σας προτείνουμε να μαζευτούμε το προσεχές Σάββατο στην ενορία μας, να τελέσουμε το τριήμερο μνημόσυνο και εν συνεχεία να έλθετε στο σπίτι μας να φάμε όλοι μαζί τιμώντας τη μνήμη του».
Η πρόταση της κυρά –Πολυξένης μας βρήκε όλους σύμφωνους. Ο κυρ- Αναστάσης μάλιστα που πήρε αμέσως το λόγο συμπλήρωσε πως θα ήταν καλό αυτή η αυθόρμητη συζήτηση που άνοιξε στην αίθουσα του Κοιμητηρίου να συνεχιστεί. Παρότρυνε κατόπιν τους παρευρισκομένους να καταγράψουν τα βιώματα και τις εμπειρίες τους που αποκόμισαν από τη συναναστροφή που είχαν με τον εκδημήσαντα.
Ο παπά –Δημήτρης εν συνεχεία που βρέθηκε τυχαία στην ομήγυρη απευθύνθηκε στην κυρά -Πολυξένη και είπε: «Δεν έτυχε να γνωρίζω τον εκδημήσαντα αδελφό Ιωάννη, αυτόν τον σαλό κατά Χριστόν. Ωστόσο, θα σας παρακαλούσα εάν είναι δυνατόν και δεν έχετε αντίρρηση να έρθω στην οικία σας και να παρακολουθήσω την ευλογημένη αυτή εξιστόρηση των θαυμαστών γεγονότων». «Μετά χαράς παπά μου, θα αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για εμάς» είπε ο Παναγιώτης.
Το γράμμα του Σαλού
Με ανυπομονησία λοιπόν περίμεναν όλοι να έρθει το Σάββατο. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης είχε φροντίσει για τα κόλλυβα και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Είχε ακόμη ενημερώσει τους ιερείς του Ιερού Ναού πως μετά την Θεία Λειτουργία θα τελεσθεί τρισάγιο για τον τρελο-Γιάννη. Περισσότερο όμως από όλους περίμενε την ημέρα αυτή ο κυρ -Αναστάσης. Είχε άλλωστε κάθε λόγο να περιμένει τη συνάντηση, γιατί την επόμενη ημέρα της εκδημίας του τρελο -Γιάννη έλαβε ένα συστημένο γράμμα. Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε πως αποστολέας ήταν ο τρελο-Γιάννης, ο οποίος είχε φροντίσει να στείλει την παραμονή του θανάτου του το γράμμα.
Ο πάντα περίεργος μπακάλης, ο κυρ-Παντελής μάταια ικέτευε τον Αναστάση να τον ενημερώσει για το περιεχόμενο της επιστολής. Εκείνος όμως κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό το περιεχόμενο και δεν μιλούσε. «Ε, βρε Αναστάση ξέρω γιατί δεν θέλεις να μου τα πεις. Θα γράφει τίποτε τρέλες ο μακαρίτης ο σαλός και ντρέπεσαι», του έλεγε πλαγίως για να τον αναγκάσει να μιλήσει.
«Παντελή, ένα θα σου πω. Μετά την ανάγνωση της επιστολής, αναρωτιέμαι ποιος ήταν τρελός. Εκείνος ή όλοι εμείς; Τα υπόλοιπα θα τα πούμε εν ευθέτω καιρώ, να μην ανησυχείς», είπε ο κυρ-Αναστάσης. Το νέο όμως, της επιστολής μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη τη γειτονιά. Και όπως ήταν εύλογο είχε αυξήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων.
Έτσι, το Σάββατο το πρωί ο ιερός ενοριακός ναός είχε τόσο κόσμο που και ο παπάς παραξενεύτηκε. Πρώτη φορά βλέπω να συγκεντρώνονται τόσοι άνθρωποι σε τρισάγιο ψιθύρισε στον νεωκόρο. Και εκείνος απάντησε: «Ο σαλός, ο τρελο -Γιάννης πάτερ μου τους μάζεψε». «Μα βλέπω και αρκετούς ξένους. Συγγενείς του μάλλον θα είναι» μονολόγησε καθώς προχωρούσε προς την Αγία Τράπεζα. Ο παπά -Βασίλης υπηρετούσε 28 χρόνια στην ενορία και γνώριζε καλά τους περισσότερους ενορίτες. Ο Δημητράκης που βοηθούσε στο Ιερό Βήμα μαζί με τον αδελφό του Παύλο είπε στον παπά –Βασίλη πως ο κυρ -Αναστάσης τον παρακαλεί –αν και συνηθίζεται- να του επιτρέψει να πει δυο λόγια μετά το τρισάγιο. «Μετά χαράς, μετά χαράς Δημητράκη μου. Να μιλήσει ο κυρ- Αναστάσης» είπε και έγνεψε καταφατικά κοιτώντας προς το αναλόγιο όπου βρισκόταν ο κυρ -Αναστάσης. Όπως μάλιστα εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον κυρ- Αναστάση είχε και αυτός την περιέργεια να μάθει την αιτία που γέμισε σαν να ήταν Κυριακή η Εκκλησία.
Στο τέλος λοιπόν και πριν την απόλυση ο παπά-Βασίλης τέλεσε το τρισάγιο. Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε γοερώς. «Θεέ μου, ανάπαυσον την ψυχή του κεκοιμημένου δούλου σου Ιωάννη...» έψαλλε ο παπά- Βασίλης και έγνεψε στον κυρ-Αναστάση να πλησιάσει και να πάρει το λόγο.
Εκείνος με τη σειρά του στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη και είπε: «Σεβαστέ μου, πατέρα Βασίλειε, θα αναρωτιέσαι το λόγο της ευλογημένης αυτής σύναξης. Θα αναρωτιέσαι γιατί όλη η γειτονιά αλλά και Χριστιανοί εκτός αυτής ήρθαν να τιμήσουν τη μνήμη του αδελφού μας Ιωάννη, γνωστού σ’ όλους μας ως τρελο-Γιάννης. Ακόμη και οι καταστηματάρχες άφησαν κλειστά τα καταστήματα για να έρθουν στο ναό από νωρίς το πρωί να λειτουργηθούν και όχι μόνο την ώρα του τρισαγίου, όπως κακώς ορισμένοι συνηθίζουν. «Σήμερα πατέρα Βασίλειε μαζευτήκαμε εδώ για να τιμήσουμε έναν άγιο, έναν ταπεινό άνθρωπο που ο Κύριος τον ευλόγησε απλόχερα με πνεύμα άγιο. Έναν άνθρωπο σαν και εμάς που κάλυπτε με τη σαλότητα τις αρετές που του προσέφερε ο Χριστός. Ο Ιωάννης υπήρξε ο κατά Χριστόν σαλός που φρόντιζε ημέρα και νύχτα με ανιδιοτέλεια τον πλησίον του. Προσέγγιζε κάθε άνθρωπο με αγάπη. Επέβλεπε στη γειτονιά ως Επίσκοπος και θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας μας και επανάφερε με την δήθεν τρέλα του ψυχές στον λησμονημένο σήμερα σχεδόν απ’ όλους μας Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό.
Είμαστε πολλοί τυχεροί γιατί αξιωθήκαμε αν και δεν το αξίζουμε να γνωρίσουμε και να συναστραφούμε μέσα στην καθημερινότητά μας με έναν άγιο του Θεού. Τα λόγια μου είναι φτωχά για να περιγράψω τη ζωή του αδελφού μας Ιωάννη. Θεωρώ μάλιστα ανάξιο τον εαυτό μου μετά και την ανάγνωση της επιστολής που έλαβα την επόμενη ημέρα και η οποία είχε σταλεί από τον εκδημήσαντα. Ο Ιωάννης όπως γράφει στην επιστολή του μια εβδομάδα πριν κοιμηθεί ενημερώθηκε διά θαυμαστού γεγονότος, από τον Τίμιο Πρόδρομο να προετοιμασθεί για την έξοδο του από τον κόσμο τούτο. Δεν είχε κάποια ασθένεια, από ότι γνωρίζω, ούτε είχε καταλάβει κανείς κάτι στη συμπεριφορά του. Αντιθέτως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του φρόντισε να αφήσει μια σημαντική παρακαταθήκη για τη γειτονιά μας. Φρόντισε για όλους μας. Στην επιστολή του ο Ιωάννης δίδει συμβουλές και παραινέσεις ονομαστικά στον καθένα μας τονίζοντας πως πρέπει να αγκιστρωθούμε στον Χριστό μας και να εντρυφήσουμε στη δικαιοσύνη του Θεού. Θα σας τη διαβάσω αναλυτικά», είπε ο κυρ-Αναστάσης και τράβηξε από το σακάκι του την επιστολή. Όμως, βούρκωσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μαζί του, βούρκωσαν όλοι.
Τότε ο παπά -Βασίλης παρενέβη και είπε. «Αγαπητοί μου Χριστιανοί. Για πάνω από σαράντα χρόνια γνώριζα τον εκδημήσαντα. Όμως, πιθανόν λόγω της αμαρτίας μου δεν κατάφερα να διαγνώσω την αγιότητα του Ιωάννη. Ακούγοντας πριν λίγο τον κυρ -Αναστάση άρχισαν να ξετυλίγονται μέσα μου ορισμένα γεγονότα με πρωταγωνιστή τον τρελο- Γιάννη. Τώρα συνειδητοποιώ τούτα και τα εκλαμβάνω ως θαυμαστές πράξεις. Ενθυμούμαι πως μια Κυριακή ξημερώματα που άνοιξα τον ναό βρήκα τον τρελο-Γιάννη γονατιστό μπροστά στην εικόνα του Χριστού. «Πως μπήκες μέσα βρε τρελέ»; Τον ρώτησα. «Να παπά μου χθες στον Εσπερινό ξεχάστηκα και ο νεωκόρος με έκλεισε μέσα». «Και τι μονολογούσες βρε μπροστά στην εικόνα του Χριστού»; του είπα «Τραγουδούσα παπά μου για να περάσει η ώρα» απάντησε. «Να είσαι πιο προσεχτικός γιατί την άλλη φορά θα φωνάξω την αστυνομία. Δεν σας κρύβω πως τον επέπληξα αυστηρά. «Θεέ μου συγχώρα με» είπε ο παπα -Βασίλης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνος πήρε τη θέση του δίπλα στην κεντρική είσοδο του ναού, όπως συνήθιζε και ζητιάνευε. Εν συνεχεία αναφέρθηκε στο περιστατικό με τα χρήματα που μάζευε από την επαιτεία και τα έριχνε στο παγκάρι, το οποίο αναλυτικά περιγράψαμε στις πρώτες σελίδες. Έχω πολλά να σας πω, Χριστιανοί μου, γιατί τώρα πιστεύω πως λύθηκε ο γρίφος και ευχαριστώ γι’ αυτό τον κυρ -Αναστάση. Θα σας περιγράψω μόνο ένα περιστατικό και θα δώσω το λόγο στον κυρ -Αναστάση.
«Ένα απόγευμα ο τρελο -Γιάννης είχε σταθεί μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Ήμουν στο γραφείο. Τον άκουγα που μιλούσε και άκουγα χωρίς να βλέπω πως είχε στήσει διάλογο με μια γυναίκα. Δεν έδωσα σημασία. Όταν βγήκα από το γραφείο είδα μόνο τον τρελο -Γιάννη αλλά δεν υπήρχε άλλος στο ναό. Ο νεωκόρος έλειπε σε εξωτερική εργασία. Ο τρελο-Γιάννης με πλησίασε και αφού έκανε όπως συνήθιζε μια εδαφιαία μετάνοια μου είπε: «Παπά μου να πας στην κυρά –Σταμάτα μετά τον Εσπερινό. Σε περιμένει να την κοινωνήσεις γιατί είναι λίγα τα ψωμιά της και ίσως δεν τη βγάλει τη νύχτα». Και που το ξέρεις βρε εσύ; του είπα. Μου το είπε μια γυναίκα πριν από λίγο, απάντησε ο τρελο -Γιάννης. Και γιατί βρε δεν ήρθε να το πει σε μένα; «Να θα με πέρασε για τον νεωκόρο» είπε και έφυγε γρήγορα. Από το γραφείο μου βλέπω στην είσοδο και δεν είδα να περνά καμιά γυναίκα. Αλλά και πάλι τότε δεν έδωσα σημασία.
Μετά τον Εσπερινό πήγα στο σπίτι της Σταμάτας. Η κόρη της μόλις με είδε εξεπλάγην, αφού είχε σκοπό όπως μου είπε να με ειδοποιήσει την επόμενη ημέρα για να κοινωνήσει η μάνα της για να μην με κουβαλά βραδιάτικα. Μπήκα στο δωμάτιο της κυράς -Σταμάτας και την κοινώνησα. Με ευχαρίστησε και μου κράτησε για λίγο το χέρι λέγοντάς μου με βαριά ανάσα. «Παπά μου να φροντίζεις την κόρη μου και τα εγγόνια μου». Η κόρη της ήταν διαζευγμένη και μεγάλωνε μόνη της τα δύο παιδιά. Φεύγοντας με ρώτησε ποιος με ενημέρωσε. Της απάντησα πως η γυναίκα που έστειλε το είπε στον τρελο -Γιάννη. Φάνηκε να απόρησε. Το βράδυ, δύο ώρες μετά τη Θεία Κοινωνία, λίγο πριν τις 10 η κυρά Σταμάτα εξεδήμησε προς Κύριον. Κοντά της τη στιγμή εκείνη ήταν η κόρη της, οι δύο εγγονές της και ο τρελο –Γιάννης, ο οποίος διάβαζε ψαλμούς από το Ψαλτήριο. Αυτά μου τα είπε η κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας, η οποία βρίσκεται εδώ και μπορεί να το επιβεβαιώσει. Τότε αυθόρμητα πετάχθηκε η Μαρία, έτσι έλεγαν την κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας και είπε. Να πεις παπά -Βασίλη και για το φάκελο με τα χρήματα που νόμιζα πως άφησες εσύ και σε ευχαρίστησα. Ναι, λέει ο παπά-Βασίλης. Η Μαρία βρήκε σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο ένα φάκελο με 100.000 δρχ.. Νόμιζε πως τον ξέχασα και ήρθε να μου τον δώσει. Όμως, δεν γνώριζα τίποτε. «Μα πάτερ μου εσείς και ο τρελο-Γιάννης είσαστε οι μόνοι που μπήκατε στο σπίτι μας. Ο τρελό-Γιάννης όταν τον ρώτησα είπε πως τον έστειλε η Παναγία για τα έξοδα της κηδείας, επειδή είσαι φτωχή. Τα κάνει αυτά η Παναγία, έλεγε. Δεν τον πήρα σοβαρά και πίστευα πως εσείς τον βάλατε και θέλατε να το κρύψετε» είπε η Μαρία. «Όχι παιδί μου θα σου το ‘λεγα» είπε ο παπά -Βασίλης.
Η συγκίνηση όλων ήταν εμφανής από το άκουσμα των θαυμαστών αυτών γεγονότων. Ο κυρ- Αναστάσης άνοιξε την επιστολή και κάλεσε κοντά έναν νεαρό τον Κωνσταντίνο ζητώντας του να κάτσει δίπλα του. Ο Κωνσταντίνος θεωρείτο το «απόβλητο» της γειτονιάς για πολλά χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως υπήρξε μια μεγάλη μεταστροφή και τώρα ετοιμαζόταν να νυμφευθεί την Κατερίνα, την φοιτήτρια αλλά συναντούσε την αντίδραση των γονέων της. Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι αντιδρούσαν, αφού ο Κωνσταντίνος ήταν για πολύ καιρό παγιδευμένος στα δίκτυα της φοβερής μάστιγας της εποχής της μεγάλης ασθένειας της ομοφυλοφιλίας...
Ο Κωνσταντίνος που συνήθιζε να κάθεται στις τελευταίες πάντα θέσεις του Ναού με εμφανή αρχικά δισταγμό σηκώθηκε και πήγε κοντά στον κυρ- Αναστάση. Καθώς διάβαινε προς τον άμβωνα παρατήρησε το πόσο περίεργα τον κοιτούσαν όλοι. Είδε στα μάτια των παρευρισκομένων να καθρεφτίζεται μία αόριστη απορία. Και εκείνος απορούσε γιατί ο κυρ-Αναστάσης κάλεσε μόνο αυτόν να παρευρεθεί δίπλα του την ώρα της ανάγνωσης της επιστολής.
Κάτι όμως ασυνήθιστο τον παρακίνησε και αφού έριξε μία κλεφτή ματιά στην αγαπημένη του Κατερίνα παρακάλεσε τον κυρ -Αναστάση να πει δυό λόγια στη μνήμη του τρελο- Γιάννη. Ο κυρ -Αναστάσης θέλησε να διαβάσει πρώτα την επιστολή και μετά να του δώσει το λόγο. Τότε ο παπα-Βασίλης παρενέβη στη συζήτηση και είπε: «Άσε το παιδί να μιλήσει Αναστάση».
Ο Κωνσταντίνος τότε με χαμηλωμένο το πρόσωπο πήγε μπροστά στο μικρόφωνο. «Θεωρώ και εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως το χειρότερο μίασμα που υπήρξε ποτέ στην ανθρωπότητα. Ξέρω ακόμη πως ως «μίασμα» της κοινωνίας με αντιμετωπίζετε όλοι λόγω της αμαρτωλής πρώην δραστηριότητάς μου. Έχετε απόλυτα δίκαιο. Έτσι μου αξίζει να με αντιμετωπίζετε γιατί με τη ζωή που έκανα όχι μόνο έβλαπτα τον εαυτό μου αλλά και τους πλησίον μου, εσάς δηλαδή αλλά και όλους αυτούς που έπιανα στα δίκτυα της ανομίας. Παίρνω λοιπόν ως ευκαιρία τη δυνατότητα αυτή που μου έδωσε ο κυρ-Αναστάσης για να ζητήσω από τον καθένα προσωπικά να με συγχωρήσετε. Δεν αξίζω βέβαια ούτε καν τη συγνώμη γιατί σας έβλαψα όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Έβλαψα την πόλη μας, τη συνοικία, τη γειτονιά μας. Έβλαψα φίλους και γνωστούς μου, γονείς και συγγενείς γιατί μετέφερα με τη βιοτή μου, το βούρκο της ακολασίας στην καθημερινότητά σας.
Στην κατρακύλα μου αυτή που είχα πάρει έδωσε τέλος οριστικό ο τρελο-Γιάννης. Οι προσευχές του σαλού με έβγαλαν από την παγίδα όχι ενός δαιμονίου αλλά ολάκερης λεγεώνας που είχαν φωλιάσει μέσα μου.
Ήμουν για σχεδόν δέκα χρόνια τραβεστί. Πίστευα τότε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην εφήμερη απόλαυση που προκαλεί η σαρκική επαφή. Ντυνόμουν προκλητικά, οργιζόμουν με τους ανθρώπους. Αντιμετώπιζα τη ζωή ως ένα δοχείο ηδονής, το οποίο θα έπρεπε καθημερινά να φροντίζω να γεμίζω. Έζησα το βούρκο της κολάσεως, όσο δεν μπορείτε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Συνήθιζα λοιπόν σε τακτά διαστήματα να αλλάζω κατοικία, αφού με το δίκιο της η κοινωνία με εκλάμβανε ως απόβλητο. Και αυτό στην ουσία ήμουν. Οι τσακωμοί, οι βρισιές και οι απογοητεύσεις πίστευα ότι ήταν η καλύτερη άμυνα στην παθιασμένη κατά κυριολεξία μανία μου να ακολουθήσω κάτι που διέφερε από το κοινωνικά πρέπον, από τα ιδανικά και τις αξίες του ευαγγελίου. Θεωρούσα τότε ως ανθρώπινο δικαίωμα την ασθένεια μου και είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν πέρα ως πέρα φυσιολογικό. Κάτι που είθισται σήμερα κάποιοι ακόμη και ανώτατοι άρχοντες να διαφημίζουν ως δήθεν διαφορετικότητα.
Δεν υπήρξε λοιπόν αστυνομικό τμήμα στην Αθήνα που να μην με γνωρίζει. Δεν υπήρξε δικαστήριο που να μην ήμουν «πελάτης» του είτε ως κατηγορούμενος επειδή πρόσβαλα τα χρηστά ήθη είτε ως μάρτυρας κατηγορίας η υπεράσπισης σε διάφορες παρόμοιες υποθέσεις. Είχα την ψευδαίσθηση πως με την όλη ανήθικη δραστηριότητά μου υπηρετούσα μία σιωπηλή επανάσταση κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας. Κυνηγημένος έφθασα και στη γειτονιά σας και παρουσιάστηκα στην καλή και φτωχή γερόντισσα την κυρά Χρυσούλα προκειμένου να ζητήσω την γκαρσονιέρα που νοίκιαζε. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον τρελο- Γιάννη, ο οποίος είχε φέρει ψωμί στην σχεδόν άπορη γιαγιούλα.
Η κυρά Χρυσούλα σε αντίθεση με άλλους ενοικιαστές δεν με ρώτησε πολλά πράγματα. Απλώς μου είπε πως οι 30.000 δρχ. που ζητούσε για ενοίκιο, ήταν και τα μόνα χρήματά της για να τα φέρει βόλτα και με παρακάλεσε να μην τα καθυστερώ γιατί μ’ αυτά πληρώνει τη ΔΕΗ, το νερό και τα κοινόχρηστα και αγοράζει τα απαραίτητα προς το ζην. «Αχ καλέ μου Κωνσταντίνε ο Θεός σε έστειλε. Τρεις μήνες έχω ξενοίκιαστο το σπίτι και ζω με τη βοήθεια του φούρναρη του κυρ-Αποστόλη και του μπακάλη του κυρ-Παντελή που μου στέλνουν ψωμί και τρόφιμα μ’ αυτόν τον σαλό» είπε δείχνοντάς μου τον τρελο-Γιάννη.
«Μα ποτέ δεν έστειλα ψωμί κυρά Χρυσούλα, αφού δεν ήξερα για την κατάστασή σου»γύρισε τότε αυθόρμητα και της είπε ο κυρ-Αποστόλης. «Ούτε εγώ έστειλα ποτέ τρόφιμα», συμπλήρωσε ο κυρ-Παντελής. Μα έτσι μου έλεγε ο τρελο-Γιάννης είπε εμφανώς απορημένη η κυρά Χρυσούλα.
Μετά την μικρή αυτή «ευχάριστη» παρέμβαση ο Κωνσταντίνος συνέχισε. «Συνήθιζε ο τρελο- Γιάννης να μην αποκαλύπτει τις πράξεις του. Σε εσένα κυρά Χρυσούλα μου, έφερνε φαγητό, σε εμένα όμως έφερε τον ίδιο το Θεό». Τα μάτια του Κωνσταντίνου βούρκωσαν και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Μαζί του έκλαιγαν όλοι. Πήρε μία βαθιά ανάσα και είπε: «Μετά τρεις ημέρες μετακόμισα στην γκαρσονιέρα. Ο τρελο- Γιάννης με βοήθησε να μεταφέρω τα πράγματα. Μάλιστα όταν ο μεταφορέας άφησε κάποιο υπονοούμενο εξ αφορμής της συμπεριφοράς και του τρόπου ομιλίας μου ο τρελο-Γιάννης τον αποστόμωσε λέγοντάς του πως δεν έχει δικαίωμα να σχολιάζει κάποιος που συστηματικά ζούσε στη μοιχεία και συμπεριφερόταν βάναυσα στα δυό παιδιά του. Ο μεταφορέας σάστισε και σταμάτησε τότε να ειρωνεύεται. Πίστεψα πως θα ήταν γνωστοί αλλά απόρησα όταν φεύγοντας στράφηκε στον τρελο-Γιάννη και του είπε: «Εσύ τι είσαι μάγος;» Ναι, Γιώργο έχω «μαγευτεί» από την αγάπη του Χριστού μας, απάντησε ο σαλός. Ζήτησε μάλιστα από τον μεταφορέα να πάψει να στεναχωράει τον Χριστό που παρ’ όλη τη συμπεριφορά του γιάτρεψε την κόρη του Θεοδώρα από σοβαρότατη ασθένεια. Με σκυμμένο το κεφάλι ο Γιώργος τότε έφυγε. Είναι ο κύριος που κάθεται εκεί μαζί με τη γυναίκα του και μπορεί να επιβεβαιώσει το συμβάν. Μου έκανε εντύπωση ο διάλογος αλλά τότε τον λογάριασα ως τρέλες του σαλού.
Το βράδυ λοιπόν της ίδιας ημέρας ντύθηκα με γυναικεία ενδύματα κατά τη συνήθειά μου και πήγα σε γνωστό στέκι των τραβεστί στην λεωφόρο Συγγρού. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα τον τρελο- Γιάννη να με κοιτά από την απέναντι γωνιά του τετραγώνου. Από τη σκέψη μου πέρασε πως επεδίωκε ερωτική συντροφιά. Αλλά πως άραγε με βρήκε; Με παρακολούθησε ο σαλός και τώρα θα τα πει στη κυρά Χρυσούλα. Αχ πάλι θα αναζητώ σπίτι. Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά σταμάτησε ένας υποψήφιος πελάτης μπροστά μου. Σαν ελατήριο τότε σηκώνεται ο τρελός και αρχίζει να φωνάζει. «Αυτός έχει AIDS, είναι άρρωστος και θα σας κολλήσει. Φύγετε –φύγετε». Αιφνιδιάστηκα από την αλλοπρόσαλλη αυτή συμπεριφορά ενός ανθρώπου που ούτε καν γνώριζα. Βέβαια ο υποψήφιος πελάτης έφυγε. Άρχισα τότε να βρίζω τον τρελο- Γιάννη. Με έπιασε μία υστερία... Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν για ένα μήνα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ως σήμερα πως ανακάλυπτε τα παράνομα στέκια. Ένα βράδυ, τον βάρεσα μάλιστα πολύ άσχημα.
Φανταστείτε όμως την έκπληξή μου, όταν κάθε βράδυ που γύριζα στο σπίτι έβρισκα ένα φάκελο με σχεδόν τα διπλά χρήματα απ’ αυτά που συνήθιζα να εισπράττω από την βρώμικη αυτή δραστηριότητά μου και απέξω έγραφε: «Ευλογία για τον δούλο του Χριστού Κωνσταντίνο». Δεν ήξερα τότε τι να υποθέσω με όλα αυτά τα περίεργα που ζούσα. Τα απογεύματα που συνήθιζα να βγαίνω από το σπίτι και έβλεπα τον τρελο- Γιάννη θύμωνα. Εκείνος όμως έλεγε. «Κωνσταντίνε μου πάψε να στεναχωρείς τον Χριστό και την Παναγιά μας που κλαίνε αδιάκοπα για σένα». Σκεπτόμουν ακόμη και να φύγω από το σπίτι αλλά κάτι με κρατούσε εκεί. «Ρε μήπως σε ερωτεύτηκε και συμπεριφέρεται έτσι αλλόκοτά» μου έλεγαν οι άλλοι τραβεστί. «Όχι, δεν δείχνει τέτοιες διαθέσεις» απαντούσα.
Για να μην τα πολυλογώ αποφάσισα να προσκαλέσω τον τρελο -Γιάννη στο σπίτι προκειμένου να δώσω ένα τέλος σ’ όλα αυτά. Νόμιζα πως κάποιος τον βάζει επίτηδες για να με τρελάνει. Στην πρόσκλησή μου ο τρελο -Γιάννης παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως τον είχα προπηλακίσει ανταποκρίθηκε θετικά. Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη την ημέρα και καθάρισα το σπίτι, μαγείρεψα κάτι πρόχειρο και το έριξα στο διάβασμα. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης και κέντρισε την προσοχή μου ένα δημοσίευμα για κάποιο γέροντα ονόματι Πορφύριο που υπηρέτησε σε παρεκκλήσιο νοσοκομείου στην Ομόνοια.
Δεν πρόλαβα να το διαβάσω όταν άκουσα τον τρελο-Γιάννη να χτυπά την πόρτα. Μόλις του άνοιξα μου είπε: «Ευλογημένος να είσαι Κωνσταντίνε μου στο νυν αιώνα και στον μέλλοντα». Πρώτη φορά άκουγα αυτόν τον χαιρετισμό, αλλά και για πρώτη φορά άκουσα το δαιμόνιο να μιλά από μέσα μου. «Ήρθες και εδώ στο σπίτι μου τρελέ να με εκδιώξεις; Δεν είμαι μόνος αλλά έχω συντροφιά και άλλους 365 φίλους. Δεν πρόκειται να φύγω. Φύγε εσύ γιατί θα σε σκοτώσω». Ο τρελο- Γιάννης τότε ύψωσε μπροστά μου ένα σταυρό και είπε. «Στο όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος...» Δεν άκουσα τίποτε άλλο γιατί λιποθύμησα. Όταν συνήλθα αντίκρυσα τον σαλό να μου χαμογελάει. Ένιωθα μία χαρά που βρισκόταν εκεί αλλά δεν ήξερα την αιτία. «Σου έφερα ένα δώρο Κωνσταντίνε μου. Είναι το Ψαλτήριο, ένα βιβλίο που έγραψε ο βασιλιάς και Προφήτης Δαυίδ». Τι έγινε, τι συνέβη; Ρώτησα. «Κωνσταντίνε μου έχεις μεγάλη ευλογία. Ο Χριστός σε επέλεξε. Σε ετοιμάζει για μεγάλους άθλους. Όμως, θα πρέπει να δώσεις μεγάλο αγώνα γιατί αυτό που έχεις μέσα σου δεν πρόκειται να φύγει εύκολα». Εάν βλέπατε τη λάμψη στο πρόσωπο του τρελο -Γιάννη θα κατανοούσατε το φόβο μου. Θεωρούσα αηδίες τα περί δαιμονίων. Πίστευα ότι αποτελούν σκαρίφημα των παπάδων και της θρησκείας για να φοβίζουν τον κόσμο και να απομυζούν εύκολα χρήματα, να περνούν καλά, να πλουτίζουν και άλλα τέτοια συναφή. Και να τώρα που υπήρξα μάρτυρας της φθονερής για τον άνθρωπο δράσης τους. Ο τρελο-Γιάννης από τότε έγινε αδελφός και φίλος. Το ίδιο βράδυ μάζεψα όλα τα γυναικεία ρούχα και τα παπούτσια και τα καλλυντικά και τα πέταξα στα σκουπίδια. Την επόμενη ημέρα άλλαξα το τηλέφωνό μου. Με τη βοήθεια του σαλού μάλιστα έπιασα δουλειά σε λογιστήριο μίας μεγάλης εταιρίας. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας ήταν φίλος του τρελο-Γιάννη. Με προσέλαβε με ικανοποιητικό μισθό.
Ταυτόχρονα σχεδόν καθημερινά με τον τρελο-Γιάννη πηγαίναμε σε ένα ναό ψηλά στον Υμηττό και ο ιερέας διάβαζε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου (εξορκισμούς) ενώ ο τρελο- Γιάννης διάβαζε ψαλμούς. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα. Αυτό που μπορώ τώρα να βροντοφωνάξω από την εμπειρία αυτή είναι πως η ομοφυλοφιλία και εν γένει η πορνεία δεν είναι διαφορετικότητα ούτε ασθένεια είναι ένα φοβερό δαιμόνιο, που εξοργίζει τον Παντοκράτορα. Αυτό επίσης που θέλω να σας πω είναι πως η αγία μας Εκκλησία έχει τα κατάλληλα όπλα για να εξολοθρεύει ολοσχερώς όλα αυτά που σήμερα η εκσυγχρονισμένη κοινωνία μας θεωρεί όπως και εγώ πίστευα κάποτε ότι είναι βλακείες.
Οι προσευχές του αγίου της γειτονιάς μας με γλύτωσαν. Άλλαξε τη ζωή μου ολάκερη η γνωριμία μαζί του. Αυτά που έζησα τα τελευταία πέντε χρόνια στην ευλογημένη αυτή γειτονιά συνθέτουν ένα αληθινό θαύμα του τριαδικού και μόνου αληθινού Θεού. Ξέφυγα μέσα από μία πραγματική κόλαση και ζω μέσα σ’ έναν κόσμο που ούτε στα καλύτερα όνειρά μου δεν είχα ζήσει.
Με τη συνεχή συμπαράσταση του αγίου αυτού ανθρώπου που κάθε άλλο παρά τρελός ήταν κατανόησα το λάθος, συνειδητοποίησα πράγματα και καταστάσεις που αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας, γνώρισα την αγάπη του Χριστού. Λειτουργούσα ως εθισμένος σε τοξικές ουσίες, δεν ξεχώριζα από τους τοξικομανείς, ζούσα έναν εφιάλτη, στον οποίο έδωσε τέλος ο τρελο -Γιάννης ο υπέροχος αυτός άγιος του Θεού. Δεν θέλω άλλο να σας κουράσω με την ιστορία μου. Άλλωστε καταγράφω όπως πρότεινε ο κυρ-Αναστάσης όλη την ιστορία μου με λεπτομέρειες. Ζητώ συγγνώμη και από εσάς και από τα πάμπολλα θύματα που παρέσυρα στα δίκτυα της ανομίας, όπου ήμουν παγιδευμένος. Ζητώ συγνώμη και από την αγαπημένη μου Κατερίνα, η οποία άνοιξε την αγκαλιά της στον πιο αμαρτωλό όλης της οικουμένης, έκλεισε τα αυτιά της στα δυσμενή σχόλια και τις δίκαιες κριτικές και δέχτηκε την πρότασή μου να προχωρήσουμε σε γάμο. Δέχτηκε να ζήσει με ένα μηδενικό, με ένα απόβλητο, ένα μωρό. Και στον επικείμενο γάμο μας είχε επενδύσει με δάκρυα και προσευχές ο άγιος τούτος άνθρωπος, ο τρελο –Γιάννης. Τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου χάθηκαν μέσα στους λυγμούς του. Μαζί του έκλαιγε ο παπά Βασίλης που έτρεξε και τον αγκάλιασε αλλά καί όλοι οι παρευρισκόμενοι. "Σκέφτομαι παπά-Βασίλη να φύγω από τη γειτονιά όχι για μένα αλλά για την Κατερίνα" ψέλλισε ο Κωνσταντίνος με δυσκολία.
Τότε ο παπά-Βασίλης πήρε το λόγο και είπε: "Αγαπητοί μου ο Κωνσταντίνος εξεδήλωσε την επιθυμία να φύγει από τη γειτονιά μας. Τι λέτε; Θα αφήσουμε μια ζωντανή μαρτυρία ενός θαύματος του εκλιπόντος αδελφού μας Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο μας αλλά και την Κατερίνα μας να φύγουν;"
Όχι, Όχι. φώναξαν όλοι.
Σημείωση: Έπειτα από παράκληση πολλών αναγνωστών προβαίνουμε σε μία ακόμη προδημοσίευση κειμένου από το υπό έκδοση βιβλίο για τη ζωή του τρελο-Γιάννη.
Γέρων Πανάρετος Φιλοθεΐτης – Διήγησις περὶ κατακρίσεως
Ὁ μακαρίτης πνευματικὸς ἀπὸ τὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, παπα- Νικόδημος, μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία, παρμένη ἀπὸ πατερικὰ Ἁγιορείτικα χειρόγραφα.
Ἕνας πιστὸς χριστιανός, πήγαινε ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια στὸν πνευματικό του καὶ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες του. Μιὰ μέρα ὅμως, ὅπως συνήθιζε, πῆγε στὸν πνευματικό του νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του βρῆκε τὸν πνευματικὸ νὰ πορνεύει μὲ μία γυναῖκα. Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καὶ φεύγοντας εἶπε στὸν ἑαυτό του: «ἄχ, τί ἔπαθα ἀλοίμονο σὲ μένα, ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια ποὺ ἐξομολογοῦμαι σ᾿ αὐτόν, καὶ τώρα τί θὰ κάνω; Θὰ κολασθῶ; διότι ὅσα ἁμαρτήματα καὶ ἂν μοῦ συγχώρησε, ἐφόσον εἶναι τόσον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, εἶναι, τί εἶναι; εἶναι ὅλα ἀσυγχώρητα», ἔλεγε καὶ χτυπιόταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε καὶ δὲν ἤξερε τί πρέπει νὰ κάνει.
Στὸ δρόμο ποὺ ἔφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καὶ μπροστά του βρέθηκε ἕνα μικρὸ ῥεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε γάργαρο καὶ πεντακάθαρο νερό. Ἔσκυψε καὶ ἤπιε. Ἤπιε τόσο ποὺ χόρτασε καὶ δὲν τοῦ ῾κανε καρδιὰ νὰ φύγει, ἀλλὰ ἤθελε νὰ πιεῖ καὶ ἄλλο ἀπὸ κεῖνο τὸ νεράκι. Σὲ μία στιγμὴ σκέφτηκε μὲ τὸ λογισμό του καὶ εἶπε: «ἂν ἐδῶ χαμηλὰ στὸ ῥέμα εἶναι τόσο καλό, τότε ὅσο πιὸ κοντὰ στὴν πηγή του, ἀπὸ ῾κεῖ ποὺ βγαίνει, τόσο καλύτερο θὰ εἶναι» καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε νὰ βρεῖ τὴ πηγὴ τοῦ νεροῦ. Ὅταν ἔφτασε ὅμως ἐκεῖ, τί νὰ δεῖ;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τὸ νερὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ ἕνα ψόφιο καὶ βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ σκυλιοῦ νὰ βγαίνει τὸ νερό! Τότε βαθιὰ ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, μαγαρίστηκα ὁ ταλαίπωρος καὶ ἤπια ἀπὸ τὸ μολυσμένο αὐτὸ νερό, φαίνεται ὅτι εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ νὰ μοῦ συμβοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα».
Στὴν μεγάλη αὐτὴ στενοχώρια ποὺ βρισκόταν, τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί ἄνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καὶ λυπῆσαι γιὰ τὰ πράγματα ποῦ σοῦ συμβαίνουν; Ὅταν ἤπιες τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ ρεματάκι δὲν εὐχαριστήθηκες ποὺ βρῆκες πολὺ καθαρὸ καὶ δὲν τὸ χόρταινες νὰ πίνεις καὶ τώρα, ποὺ εἶδες τοῦτο ὅτι βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο στόμα τοῦ σκυλιοῦ, λὲς ὅτι μολύνθηκες; Ἂν ἀγαπητέ μου, ὁ σκύλος εἶναι ψόφιος καὶ ἀκάθαρτος, μὴ λυπῆσαι γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, διότι τὸ νερὸ ποὺ ἤπιες ἐσὺ κι ὁ κόσμος ὅλος ποὺ πίνει, μπορεῖ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο στόμα τοῦ σκύλου, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει δὲν εἶναι δικό του, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι τοῦ Θεοῦ τὸ νερό.
Ἔτσι καὶ ὁ πνευματικός σου ποὺ σὲ ἐξομολογοῦσε, ἡ συγχώρηση ποὺ σοῦ ἔδινε δὲν ἦταν δική του, ἀλλὰ ἡ συγχώρηση εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τὴν δίνει, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὴν χορηγεῖ σ᾿ αὐτὸν ποὺ καθαρὰ καὶ εἰλικρινὰ ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, οἱ δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους δίδονται μέσῳ τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τοὺς κανονικὰ χειροτονημένους καὶ ἔχοντας τὴν ἄδεια τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. Ἄν τινων ἀφίεντε τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἔτσι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔδωκαν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν στοὺς ἐπισκόπους καὶ διαδόχους αὐτῶν καὶ ἐκεῖνοι στοὺς κανονικὰ χειροτονηθέντας ἱερεῖς καὶ πνευματικούς. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου καὶ διότι τελοῦν τὰ ἅγια Μυστήρια τοῦ Θεοῦ οἱ ἱερεῖς εἶναι ἀνώτεροι κατὰ τὸ ἀξίωμα καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ ἀνώτατον ἄρχοντα τοῦ λαοῦ. Ἀνώτεροι εἶναι οἱ ἱερεῖς ἀπὸ ὅλους, διότι ὁτιδήποτε κι ἂν εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στὸν κόσμο, τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα, ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν πνευματικὸ θὰ λάβει τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του, διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος· αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας».
Καὶ τώρα, λέγει ὁ ἄγγελος: «Πήγαινε νὰ βάλεις μετάνοια καὶ νὰ ζητήσεις συγχώρηση ἀπὸ τὸν πνευματικό σου ποὺ τὸν εἶδες νὰ ἁμαρτάνει καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σὲ συγχωρήσει γιὰ τὴν κατάκριση ποὺ σὲ βάρος του ἔκαμες. Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἐξετάσει καὶ αὐτὸς μόνο θὰ τὸν κρίνει, διότι ἐσὺ εἶδες αὐτὸν νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς ὅμως νὰ γνωρίζεις ἂν αὐτὸς μετανόησε, ἢ τὸν τρόπο τῆς μετανοίας του. Ἔτσι ἐσὺ δὲν ἔχεις, ἐσὺ μὲν ἔχεις τὴν ἁμαρτία τῆς κατακρίσεως, ἐκεῖνος δέ, ἂν μετανοήσει θὰ τρυγήσει τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας καὶ τῆς διορθώσεώς του. Δὲν μποροῦμε λοιπὸν νὰ κρίνουμε κανέναν ἄνθρωπο».
Ὅταν ὁ ἄγγελος λοιπὸν τὰ εἶπε αὐτά, στὸν πιστὸ ἐκεῖνο χριστιανό, ἔγινε ἄφαντος. Ὁ δὲ χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου, γύρισε πίσω· πῆγε στὸν πνευματικό του, στὸν ὁποῖο διηγήθηκε ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἄγγελο Κυρίου καὶ ἔβαλε μετάνοια καὶ ὅταν εἶπε τὰ διατρέξαντα στὸν πνευματικό, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, ὁ πνευματικὸς μὲ δάκρυα στὰ ματιὰ μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ζήτησε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανάγαθο Θεὸ καὶ διόρθωσε τὰ κακῶς διαπραττόμενα πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ψυχῆς σωτηρία αὐτοῦ.
Ὅταν μοῦ διηγήθηκε αὐτὰ ὁ πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τὸν λόγο του καὶ μὲ ἀγάπη μου εἶπε: «γι᾿ αὐτὸ ἀδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ 1934, ποὺ δὲν ἤμουνα ἀκόμη μοναχός, καὶ μ᾿ ἔλεγε μὲ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά μου), δὲν ἔχουμε δικαίωμα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐξετάζουμε τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων, ἀλλότριον ἱκέτην;» (πρὸς Ρωμαίους ἀναφέρεται αὐτό). Πολὺ δὲ περισσότερο νὰ κρίνουμε τοὺς κληρικούς, τοὺς ἱερωμένους, τοὺς πνευματικούς, καὶ γενικὰ τοὺς ῥασοφόρους, τοὺς ὁποίους σκληρότατα δοκιμάζει ὁ Θεὸς καὶ μὲ μεγάλη πονηρία καὶ μαεστρία πολεμεῖ ὁ διάβολος, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε, καὶ ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καὶ ἐν ᾧ μέτρω μετρεῖτε μετρηθήσετε ὑμῖν! Ἐμεῖς ὀφείλομε νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ νὰ μετανοοῦμε, νὰ κρίνουμε καὶ νὰ τιμωροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ μόνον. Ἂν θέλουμε νὰ σωθοῦμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέει: ἐὰν ἀφήνετε τοὶς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Θεὸς τὰ παραπτώματα ὑμῶν, κατὰ τὸ ἄφετε καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν.
Ναί, ἀδελφοί μου, ἡ κατάκρισις εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἐλαττώματα καὶ μὲ τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Δὲν ἔχουμε καμιὰ δουλειὰ ἐμεῖς. Ὁ καθένας ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐμεῖς ὀφείλομε μόνο ὅ,τι βλέπουμε, ὅ,τι ἀκοῦμε νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοὺς βοηθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τὴ δική μας τὴν πλευρά.
Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης - Ἀποφθεγματικοὶ Λόγοι
Ἡ ἐξομολόγησις ξανὰ δι᾿ ὅ,τι ἐξομολογήθης εἶναι ἀπιστία εἰς τὸ μυστήριον.
Κάθε πότε κοινωνεῖτε, κάθε πότε διψάει ἡ ψυχή σας; Ἂν δὲν σᾶς ἔλθουν πάντως δάκρυα, νὰ μὴν κοινωνεῖτε. Κάθε δέκα πέντε ἡμέρας, καλὸν εἶναι. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ κανονίσει ὁ πνευματικός σας.
Μὴ λέτε πολλά. Κρατῆστε τὴν γλώσσαν. Ἀγαπῆστε τὴν σιωπήν. Ἂν τὴν συνηθίσετε, μετὰ δὲν θὰ θέλετε νὰ ὁμιλῆτε. Τόσον εἶναι ὄμορφη ἡ σιωπή.
Ἀγαπῆστε καὶ τὴν προσευχή. Ἕνας ἔκαμε προσευχὴ ὅλη τὴν νύχτα. Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ ἔρχονταν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο χωρὶς δυσκολία.
Νὰ ἔχετε χαράν! Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη ἂς σᾶς εἶναι φιλοξενούμενες, ὄχι ὅμως ἡ ἀπελπισία. Τῆς ἀπελπισίας νὰ τῆς κλείνετε τὴν πόρτα! Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει οὔτε δειλὸς νὰ εἶναι, οὔτε ἀπελπισία νὰ ἔχει.
Οἱ ἄλλοι ὅ,τι γράμματα ξεύρουν, αὐτὰ καὶ σοῦ λένε. Τὰ δικά τους ζοῦν, τὰ δικά τους ξεύρουν, αὐτά σου λένε. Τὰ δικά σου δὲν τὰ ζοῦν, δὲν τὰ ξεύρουν, δὲν τὰ ἀγαποῦν! Πὼς λοιπὸν ἀφοῦ δὲν γνωρίζουν τὴ γλώσσα σου θέλεις νὰ σοῦ μιλήσουν!
Μὴ θυμώνετε. Θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν, θὰ ὑποφέρετε. Ἐσεῖς μὴ φοβάσθε. Σᾶς προσφέρουν δηλ. πιπέρι, νὰ δίδετε ζάχαρη. Ἐγὼ πιπέρι δὲν ἔχω νὰ σκέπτεσθε, ζάχαρη ἔχω, ζάχαρη δίδω.
Σὲ κάθε προσευχὴ πρέπει νὰ ἔχετε ἕνα κόμπο δάκρυ. Καὶ σάν σας ἔλθη κατάνυξη, μὴ τὸ λέτε πουθενὰ γιατί εἶναι θεῖον δῶρον μήπως καὶ τὸ χάσετε!
Τὸν ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἀκοῦτε, ἀλλὰ μὴ ζυγώνετε πολύ. Ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα. Πιθανὸν νὰ διαπιστώσετε ἀδυναμίες καὶ νὰ πεῖτε ἄλλα λέει καὶ ἄλλα πράττει.
Νὰ μὴ θυμώνετε. Νὰ γλυκαίνετε μὲ τὴν ζάχαρή σας, δηλ. μὲ τὸν καλόν σας λόγο τὸν ἄλλο.
Μὴ ὑποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν τοῦ ἄλλου, ἔχθρα εἶναι καὶ γίνεται ἁμαρτία καὶ σὲ κεῖνον ποὺ ἀκούει καὶ δὲν κάνει καὶ ἐσὺ στεναχωρεῖσαι καὶ ταράζεσαι.
Ἀγάπησε τὴν κατάνυξιν, φέρνε στὸ νοῦ σου τὶς αἰτίες ποὺ θὰ σοῦ φέρνουν δάκρυα.
Στὸν ἄλλο νὰ λέγης τόσα, ὅσα νομίζεις ὅτι θὰ σηκώσει, ὄχι περισσότερα.
Ὅταν δίδης ἐλεημοσύνη, νὰ μὴ ἐξετάζεις τί εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ δίδεις, ἂν εἶναι καλὸ ἢ κακό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι σπουδαῖο πράγμα, ἐξαλείφει πλῆθος ἁμαρτιῶν.
Ἀπόδειξις ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτήρα μας, εἶναι τὰ δάκρυα κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς.
Ἐὰν ἔχεις φόβο Κυρίου, ἔμαθες Θεολογίαν, Ἐὰν δὲν ἔχεις φόβον Κυρίου τέχνην ἔμαθες διὰ νὰ ζήσης.
Τὸ χτίσιμο μὲ ξηροὺς λίθους δὲν εἶναι καλό. Χρειάζεται ἡ λάσπη, χρειάζεται καὶ ὁ ἀσβέστης. Ἔτσι καὶ ἡ προσευχή· χωρὶς δάκρυα δὲν εἶναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, ἀλλιῶς ὠφέλεια δὲν μένει ἀπὸ τὴν προσευχή.
Θὰ κάμης ὅ,τι ἠμπορεῖς διὰ τὰ παιδιά σου, διότι εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν ὁ Χριστός μας θὰ σοῦ ζητήσει ἢ τὰ παιδιά σου σεσωσμένα ἢ τὶς πληγὲς στὰ γόνατά σου, ἀπὸ τὴν πολλήν σου προσευχήν. Δὲν γνωρίζουν δυστυχῶς, οἱ γονεῖς τὴν εὐθύνην τὴν ὁποίαν ἔχουν διὰ τὰ τέκνα των.
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποιο χάρισμα. Βρὲς τὸ χάρισμά του καὶ ἐπαίνεσέ τον. Χρειάζεται καὶ ὁ ἔπαινος (πρὸς τόνωσιν) καὶ ἡ καλωσύνη καὶ ἡ ἀγάπη. Τότε ὁ ἄλλος καὶ πολὺ καλὸς νὰ μὴν εἶναι, διὰ τὴν τιμήν, τὸν ἔπαινον, τὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ ἐκδηλώνουν ἐλέγχεται καὶ γίνεται καλύτερος.
Εἰς κληρικόν: Ὅσο μπορεῖς ἀπέφευγε τὰ ἔξω. Κλείσου εἰς τὸ δωμάτιόν σου. Σφίξε τὸν νοῦ σου ν' ἀνοίξη νὰ δῆς πνευματικὸν φῶς. Νὰ λέγης πότε νὰ φθάσεις στὸ δωμάτιόν σου καὶ νὰ κλεισθῆς. Μελέτησε, προσευχήσου. Ἂν δὲν εἶσαι ἐνισχυμένος πῶς θὰ ἐνισχύσεις ἄλλους; Καὶ ὁ κόσμος τρέχει, ζητὰ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς νὰ ἱκανοποιήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὰ ὄργανά της, ἀπὸ τὸ ράσον! Τί θὰ δώσεις ἂν δὲν ἔχης καὶ πῶς θὰ ἔχεις ἂν δὲν ζητήσης ἀπὸ τὸν Θεόν; Νὰ κοπιάζης εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν μελέτην καὶ θὰ ἐνισχύεσαι.
Ταπείνωσιν νὰ ἔχεις. Ὅταν βρέχη τὸ νερὸ δὲν σταματᾶ εἰς τὶς κορφὲς ἢ στὰ βουνά, ἀλλὰ κάτω εἰς τὴν πεδιάδα. Οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἔχουν χάριν, καρποφορίαν καὶ εὐλογίαν.
Εἶσαι ἱερεύς; Νὰ προσέχεις, δὲν ἀνήκεις εἰς τὸν ἐαυτόν σου. Εἶσαι σὰν μία βελόνα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Νά ῾σαι καλός, νὰ μὴ εἶσαι σὰ τὴ σκουριασμένη βελόνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴ δουλειά της. Δία τὸν ἑαυτό σου δηλ. ἀδυναμίες, πάθη κλπ. νὰ μὴν ὑπάρχης. Τὸ ράσον, ἡ συνθήκη σου εἶναι μὲ τὸν Θεόν, νὰ σὲ συγκλονίζει καὶ νὰ λές, τί θέλει τοῦτο; Τί μοῦ λέγει τοῦτο; Ναί, ν᾿ ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐργάζωμαι εἰς ὅ,τι μὲ ἔταξε.
Νὰ προσέχης. Ὁ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιὰ νὰ βλάψη τὸν κληρικόν, διότι ἀπὸ ἕναν μόνον ἅγιο κληρικόν, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως καὶ ἀπὸ ἕναν ποὺ δὲν ἀγωνίζεται, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ἀφανισθοῦν.
Ὁ κληρικὸς πρέπει σὰν τὰ πολυόμματα νὰ εἶναι, δηλ. παντοῦ μάτια νὰ ἔχη, νὰ εἶναι ἀκέραιος, δυνατὸς εἰς τὸν νοῦν, σοφός, ἅγιος.
Μετὰ τὰ λόγια τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κλπ. νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια, μὲ λόγια δικά σου γιὰ τὰ προβλήματά σου γιὰ τὸν πόνο σου, ὡς νὰ εἶναι μπροστά σου καὶ τὸν βλέπεις. Αὐτὰ τὰ πονεμένα καὶ κατανυκτικὰ λόγια, εἶναι σὰν τὰ προσανάμματα διὰ νὰ πιάσει ἡ φωτιά, δηλ. ὁ πόθος διὰ τὸν Θεόν. Καὶ τότε ἔρχονται καὶ τὰ δάκρυα.
Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς - Διάφορα Ἀποφθέγματα
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς. Μιὰ σύγχρονη μορφὴ τῆς Πάτμου», ἔκδοση Ἑπτάλοφος, www.eptalofos.gr
Τὸ νὰ παραμένεις πιστὸς στὸν Μοναχισμὸ θεωρεῖται μαρτύριο.
Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ σοῦ βγάλει τὰ ἀγκάθια, διότι εἶναι κηπουρὸς καὶ ἐσὺ θέλεις τὴν ἡσυχία σου.
Ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά μας, ἂς μὴ τὸν βλέπουμε... καμιὰ φορά μας δίνει καὶ κανένα μπάτσο ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη.
Πολλὲς φορὲς ἔρχεται ὁ Χριστός, σοῦ χτυπάει, τὸν βάζεις νὰ καθίσει στὸ σαλόνι τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐσὺ ἀπορροφημένος μὲ τὶς ἀσχολίες σου ξεχνᾶς τὸν μεγάλο ἐπισκέπτη. Ἐκεῖνος περιμένει νὰ ἐμφανιστεῖς, περιμένει καὶ ὅταν πλέον ἀργήσεις πολὺ σηκώνεται καὶ φεύγει. Ἄλλη φορὰ πάλι εἶσαι τόσο ἀπασχολημένος ποὺ τοῦ ἁπαντὰς ἀπὸ τὸ παράθυρο. Δὲν ἔχεις καιρὸ οὔτε ν᾿ ἀνοίξεις.
Πρέπει νὰ χαίρεσαι. Καλλιτεχνικὴ σμίλη κρατάει στὰ χέρια του ὁ Ἰησοῦς. Θέλει νὰ σὲ ἑτοιμάσει ἕνα ἄγαλμα τοῦ οὐράνιου παλατιοῦ.Εἶστε βασιλικὰ πρόσωπα, προορίζεστε γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα.
Ὅταν δεῖς ἄνθρωπο κουρασμένο (πνευματικῶς) μὴ τοῦ βάλεις ἄλλο φορτίο διότι τὰ γόνατα δὲν ἀντέχουν.
Ἀγάπησε τὸν Ἕνα νὰ σὲ ἀγαποῦν καὶ τὰ θηρία.
Ἀληθινὸς πλοῦτος γιὰ μένα εἶναι νὰ σᾶς δῶ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὅταν ὑπάρχει ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης, ὅ,τι κακὸ πλησιάζει τὸ κατακαίγει.
Ὁ ἄνθρωπος ὅταν δὲν ζητάει τὰ δικαιώματά του θὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τὸν ἄλλον νὰ τοῦ τὰ δώσει.
Τὸ φῶς τοῦ Κυρίου νὰ σὲ φωτίζει καὶ νὰ σὲ ὁδηγεῖ πάντοτε.
Ἕνα πρᾶγμα μόνο μὲ κάνει νὰ θλίβωμαι, ὅτι κατηγοροῦν τὶς καλόγριες. Δία τὸν ἑαυτό μου δὲν μὲ νοιάζει ὅ,τι καὶ ἂν λένε.
Ὁ διάβολος φρίττει ὅσο μάλιστα βλέπει νέες ὑπάρξεις νὰ κάθονται ἐδῶ γιὰ τὸν Χριστό.
Ὅταν ἔχετε πειρασμοὺς τότε κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται ὅτι τοῦ χαλᾶτε ( τοῦ πειρασμοῦ ) τὰ σχέδια.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει πνευματικὰ αἰσθάνεται προσευχόμενος, ὅτι βρίσκεται ἐντὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Λυπᾶται ὅταν δὲν πορεύεται καλὰ ὁ ἀδελφός του καὶ προσεύχεται γιὰ τὴν πρόοδό του.
Οὐδέποτε ἀλλάζει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ποὺ ἔχει τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ φωνάζει δὲν ἔχει δύναμη.
Κρατῆστε ψηλὰ τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ἔχετε πάντα τὸ τηλέφωνο τοῦ Γέροντά σας, ὅπου καὶ ἂν εἶστε.
Ἡ διάθεση ἡ δικιά σας μοῦ ἀνάβει φωτιά. Εἶναι σὰν νὰ μοῦ ρίχνετε κάρβουνα σ᾿ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μου.
Θέλω παιδί μου, νὰ ζεῖς γιὰ τὸ Χριστό, ὁλόκληρος νὰ δοθεῖς σ᾿ αὐτόν. Θέλω ὅταν τύχει ν᾿ ἀνοίξει κανεὶς τὴν καρδιά σου τίποτε ἄλλο νὰ μὴ βρεῖ, μόνο τὸ Χριστό.
Ἐρώτηση: Ἀφοῦ βλέπετε, Γέροντα, τόσο καθαρὰ τὶς ἀδυναμίες μας, τὰ λάθη μας γιατί δέ μας τὰ ὑποδεικνύετε;
Ἀπάντηση: Λυπᾶμαι γιὰ ὅσα βλέπω ὡς πατέρας, ἀλλὰ ἐλπίζω στὴν καλυτέρευση. Ὑποδεικνύω ὅσα πρέπει, ἀλλὰ πιὸ κερδισμένος εἶσαι, ὅταν χύσεις δυὸ ἢ τρία δάκρυα μπροστὰ στὸ Χριστὸ γι᾿ αὐτά, παρὰ νὰ πεῖς πολλὰ λόγια. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ γιατρὸς καὶ παιδαγωγός μας. Ὁ Χριστὸς ἐχθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἐμεῖς κλείσαμε τὰ μάτια μας καὶ βλέπουμε σκοτεινά. Ἀφοῦ προχωρᾶμε ἔτσι, ἄλλοι λασπώνονται καὶ ἄλλοι σκοτώνονται.
Πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ σοῦ χτυπάει, ἀλλὰ ἐσὺ ἔχεις δουλειές...
Ἐκεῖνος ποὺ ταράζεται δὲ σκέφτεται λογικά, ὀρθά. Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ βραβευτεῖς μὲ στέφανο.
Θέλω νὰ εἶστε ἤρεμες γιὰ νὰ συναντιόμαστε. Ἅμα εἶστε κουρασμένες δὲ λειτουργοῦν οἱ ἀσύρματοι.
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σας.
Ὁ Κύριος νὰ σᾶς ἐνισχύει, νὰ κρατήσετε σταθερὰ τὴ σημαία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐγκράτειας.
Ὁ Χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος. Ξέρει ὅλους τοὺς τρόπους τῆς εὐγένειας.
Ὅταν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Εἴμαστε σὰν πλοῖα ποὺ δὲν ἔχουν φωτιά, βενζίνη στὴ μηχανή τους.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἁπλοποιεῖται, θεοποιεῖται. Γίνεται ἄκακος, ταπεινός, πράος, ἐλεύθερος, γίνεται... γίνεται...
Αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε ( πολέμους, σεισμούς, καταστροφὲς ) εἶναι βροντὲς καὶ θὰ ἔρθει καὶ ἡ βροχή... Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογία καὶ μαρτύριο.
Νὰ γίνετε ἄνθρωποι ἄξιοί της ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκπέμπει ἀκτίνες. Πρέπει ὅμως ὁ ἄλλος νὰ ἔχει καλὸ δέκτη γιὰ νὰ τὸ καταλάβει.
Πρέπει νὰ ἔχουμε στὸν οὐρανὸ τὰ βλέμματά μας. Τότε δὲ θὰ μᾶς κλονίζει τίποτε.
Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ σᾶς ἁγιάσει, νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο. Αὐτὴν τὴν προίκα παρακαλῶ νὰ σᾶς δώσει ὁ Κύριος.
Οἱ καρδιές σας εἶναι νέες καὶ θέλουν ν᾿ ἀγαποῦν. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας μόνο ὁ Χριστός μας, ὁ Νυμφίος σας. Θέλει μόνο Αὐτὸν ν᾿ ἀγαπᾶτε.
Στὴν Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἔχεις συγκέντρωση, εἰρήνη καὶ νὰ μὴ σκέφτεσαι τίποτα.
Εἶμαι φτωχὸς πατέρας, ἀλλὰ πατρικὴ ἀγάπη ἔχω πολλὴ γιὰ σᾶς.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸ Θεό, τόσο ἔχει ἀγάπη καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπάει σὰν εἰκόνες Θεοῦ, μὲ σεβασμό, λεπτότητα καὶ ἁγιασμό.
Καθημερινὰ προσεύχομαι νὰ σᾶς δῶ στὶς τάξεις τῶν ὁσίων γυναικών.
Αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς πρέπει νὰ τὸ ἐκμεταλλευτεῖτε. Ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας εἶναι πλασμένη ν᾿ ἀγαπάει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνδρα. Ὁ ἄνδρας, ὅσο καὶ νὰ θέλει, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσει ν᾿ ἀγαπήσει τόσο λεπτὰ σὰν τὴ γυναίκα. Βλέπουμε ἐὰν προσέξουμε μία τραχύτητα στὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων. Τώρα ποὺ εἶστε νέες ἀγαπῆστε «μανιακῶς» τὸν Νυμφίο σας. Πραγματικὴ φλόγα νὰ καίει στὰ σπλάγχνα σας.
Παράδεισο χωρὶς ἐσᾶς παιδιά μου, δὲν τὸν θέλω.
Ἐρώτηση: Πὼς κατορθώνετε νὰ ἔχετε τέτοια ὑπομονὴ καὶ καρτερία στὰ διάφορα;
Ἀπάντηση: Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ βοηθάει. Πάντα πιστεύω παιδί μου στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὅλα τὰ μεταβάλλει καὶ τὰ ρυθμίζει πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ὅταν θὰ δεῖτε τὰ δάκρυα, τότε εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχή.
Ὅταν κοινωνεῖς ὄχι μόνο παίρνεις δύναμη, ἀλλὰ φωτίζεσαι, βλέπεις ὁρίζοντες εὐρεῖς, αἰσθάνεσαι χαρά... Διαφορετικὴ νοιώθει ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς του, ἄλλος αἰσθάνεται χαρὰ καὶ ξεκούραση, ἄλλος πνεῦμα ἀφομοιώσεως καὶ ἄλλος μία ἀνέκφραστη ἀγάπη πρὸς τοὺς πάντες. Ἔνοιωθα πολλὲς φορὲς κουρασμένος ἀλλὰ μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου σὰν νὰ μὴν εἶχα τίποτα.
Ἡ ἀθωότητα εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἰδιοφυίαν.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωισμὸ δὲν ἑλκύει κανένα. Καὶ ἂν κάποιον ἑλκύσει, γρήγορα θ᾿ ἀπομακρυνθεῖ. Ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος γίνεται ἀδιάλυτος ὅταν συναντήσει παιδικὸ πνεῦμα, ἀθωότητα καὶ ἁγιασμό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει Χριστὸ τὰ βλέπει ὅλα δύσκολα καὶ σκοτεινά.
Πρέπει νὰ μάθουμε τὴ γλώσσα τοῦ Κράτους ἐκείνου (τοῦ Οὐρανοῦ), διότι ὅταν δὲν τὴν γνωρίζουμε θὰ μᾶς κοροϊδεύουν. Διαφορετικὰ δὲ θὰ μποροῦμε νὰ μποῦμε μέσα. Ἐκεῖ δὲ θὰ ὑπάρξει Πάτμος ἢ Κάλυμνος ἢ Ρόδος ἢ τὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης...
Στὸ Μοναστήρι πρέπει νὰ ξέρετε, ἄλλους ἀνθρώπους στέλνει ὁ Θεὸς καὶ ἄλλους στέλνει ὁ διάβολος. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐνισχύουν, ὁ διάβολος γιὰ νὰ διαλύουν τὰ Μοναστήρια.
Σᾶς δίνω μία συμβουλή, ποτὲ μὴ δέχεστε πρόσωπα, μὲ κωδωνοκρουσίες, μὲ ἐπαίνους καὶ θαυμασμούς. Θὰ τὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη μετρημένη. Ποτὲ μὴ παίρνετε πρόσωπα μὲ τὴ σκέψη τῆς μονιμότητας, χωρὶς δοκιμή. Ὅταν δὲν ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερικὴ θερμότητα τότε καὶ καλοκαίρι νὰ εἶναι κρυώνει, παγώνει...
Ὅταν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει τὸ Χριστό, τότε θὰ βάλουμε μέσα ἢ χρήματα ἢ κτήματα ἢ ἀνθρώπους.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐφαρμόσετε αὐτὴν τὴν ἐντολή. Ὅσο μπορεῖτε νὰ καλλιεργήσετε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ὅταν θὰ προσφέρετε τ᾿ ὄνομά Του νὰ τρέχουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια σας. Ἡ καρδιά σας πρέπει νὰ καίγεται πραγματικά. Τότε Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δάσκαλός σας. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ὁδηγός σας, ὁ ἀδελφός σας, ὁ πατέρας καὶ ὁ Γέροντάς σας.
Μὴ δώσετε ποτὲ σημασία σὲ κανένα γήινο καὶ ἀσταθές. Νὰ ἔχετε προσοχή, ὑπομονὴ καὶ στὴν ἀπομόνωση νὰ βλέπετε καὶ νὰ ἐξετάζετε τὸν ἑαυτό σας.
Ἃς καλλιεργήσουμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας, ὁ κόσμος θέλει νὰ δεῖ ἀνθρώπους ἐφαρμοστὲς τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ σπανίζουν στὴν ἐποχή μας.
Ἀγαπῆστε μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας τὸν Νυμφίο σας Χριστὸ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ σᾶς ἀγαποῦν καὶ θὰ σᾶς περιποιοῦνται.
Εὔχομαι νὰ ζήσετε ἅγια καὶ νὰ ἀκολουθήσετε τὶς ἅγιες γραμμὲς τῶν Πατέρων μας ἀπὸ τώρα ποὺ εἶστε νέες, γιὰ νὰ βρεθεῖτε ὅλες στὸν Παράδεισο. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός σας.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ μὴ φύγει ἀπὸ πάνω σου, ἀπὸ τὴν καρδιά σου.
Εἶναι ὡραῖο, θαυμάσιο πρᾶγμα νὰ βλέπεις νὰ συνδέονται πρόσωπα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πειρασμὸς ἀδημονεῖ, στενοχωρεῖται καὶ δημιουργεῖ ἐξωτερικοὺς πολέμους. Ξέρει τόσες τέχνες... σέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουμε πολλὰ ναυάγια.
Ὅταν δῶ τὸν ἄνθρωπο νὰ διψάει πολὺ δὲ δίνω πολὺ σημασία στὴ νηστεία (γιὰ Θεία Κοινωνία). Μερικοὶ δείχνουν τόση μετάνοια ποὺ πρέπει νὰ ὑποβοηθοῦνται.
Ἡ λαχτάρα εἶναι τὸ μεγαλύτερο.
Ὁ πειρασμὸς ξέρεις τί μάστορας εἶναι; Τὰ ἐλάχιστα τὰ κάνει μεγάλα. Μεταχειρίζεται μεγάλη πολιτική.
Ἐπιθυμῶ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Μοναχισμοῦ, διότι κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ Εὐζωνικὸ Τάγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Μοναχισμός.
Οἱ ψυχὲς ἔχουν διάθεση νὰ δοῦν τὸ κάλλος τῆς μορφῆς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ ἀποδυναμώνει τοὺς πειρασμούς μας.
Ὅταν ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δίνεται ἡ σοφία.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι αἰσθάνονταν χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ὅταν ἐπισκέπτονταν τὴν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδὴ εἶναι γενικὴ ἐξαχρείωση, δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχει πνευματικὴ ἀγάπη.
Ὅλη μου ἡ περιουσία εἶστε ἐσεῖς.
Ὅταν δῶ ἄνθρωπο ἐρεθισμένο προσεύχομαι νὰ τὸν εἰρηνεύσει ὁ Κύριος καὶ δὲν ἀκούω τί λέει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ στενοχωριέμαι. Ὅταν θὰ ἠρεμήσει καὶ θὰ δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία τότε τοῦ μιλάω, διότι τότε εἶναι ἀκριβῶς σὲ θέση νὰ καταλάβει τὴν ἀφροσύνη του.
Πρέπει ὁ ἐξομολόγος πολλὲς φορὲς νὰ κλάψει, νὰ πονέσει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἐξομολογούμενο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν ξεκουράσει. Εἰλικρινὰ πρέπει νὰ θλίβεται γιατί τὸ νοιώθει ἡ ψυχή. (Ἰούλιος 1969).
Οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι σὲ κουράζουν, διότι σὰν ἠλεκτρικὰ κύματα ἔρχεται ἐπάνω σου ὅ,τι ὑπάρχει ἀποθηκευμένο μέσα τους.
Πρέπει νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς χάριτος καὶ ὅποιος μᾶς πλησιάζει νὰ ξεκουράζεται. Νὰ τοὺς βλέπουμε ὅλους ἀνώτερους, ὅσες ἀδυναμίες καὶ ἂν παρουσιάζουν. Νὰ μὴ φερόμαστε μὲ σκληρότητα, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἔχουμε στὴ σκέψη μας ὅτι εἶναι καὶ ὁ ἄλλος τοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ.
Ἐγώ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πάντοτε ἔβλεπα ὅλους ἀνώτερους ἀπὸ ἐμένα καὶ ἁγίους.
Ἀδιαφόρει γιὰ ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἡ μόνη ἀπασχόλησή σου, ἡ σκέψη σου νὰ εἶναι ὁ Νυμφίος σου. Νὰ μιλᾶς μόνο μὲ Αὐτόν.
Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε ἀγάπη. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ νὰ μᾶς κάνουνε πρέπει νὰ τοὺς ἀγαποῦμε. Μόνο μὲ τὴν ἀγάπη θὰ μποῦμε στὸν Παράδεισο.
Νὰ καλλιεργεῖς τὴν εὐχὴ καὶ θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ ἡ καρδιά σου θὰ σκιρτάει ἀπὸ χαρά, ὅπως ὅταν πρόκειται νὰ δεῖς ἕνα πολυαγαπημένο σου πρόσωπο.
Τὴ βραδινὴ προσευχὴ νὰ μὴν τὴν ἀμελεῖς. Νὰ προσεύχεσαι μὲ διάθεση ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ πηγαίνουν σὲ συμπόσιο. Εἶναι ξύπνιοι καὶ αἰσθάνονται ὅλο χαρά. Ἔτσι καὶ ἐσὺ ἀφοῦ πρόκειται νὰ μιλήσεις μὲ τὸν Νυμφίο σου, νὰ μὴν ἀκοῦς ὅταν σου λέει ὁ πειρασμὸς διάφορα γιὰ νὰ σὲ ἐμποδίσει, γιατί ξέρεις ἔχουμε ἕναν ποὺ ἐνδιαφέρεται πολὺ γιὰ μᾶς.
Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει, Γέροντα, νὰ σκεφτόμαστε τὸ Χριστό;
Ἀπάντηση: Πάντα μὲ ἀγάπη, πρέπει φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὸ Χριστό. Μπορεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας μιὰ φωτογραφία ἑνὸς ἀνθρώπου ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν γνωρίζουμε, ἢ μᾶλλον δὲν ἀγαπᾶμε δέ μας συγκινεῖ. Ἐνῶ ὅταν πάρουμε τὴν φωτογραφία τῆς μάνας μας ἀμέσως ἡ ψυχή μας σκιρτάει καὶ κλαίει ἀπὸ ἀγάπη.
Ἐρώτηση: Θὰ σωθοῦμε Γέροντα;
Ἀπάντηση: Μὰ γι᾿ αὐτὸ βάλαμε τὰ ράσα γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο. Τὸ ὅτι πολεμᾶμε τοὺς λογισμούς, ὁ κόπος αὐτὸς θὰ μᾶς βάλει στὸν Παράδεισο.
Οἱ ἐφημερίδες τοῦ Οὐρανοῦ τὰ γράφουν ὅλα ὅσα γίνονται ἐδῶ καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά.
Παιδί μου, ὅσο μπορεῖς νὰ δίνεις ἀγάπη σὲ ὅλους. Εἶσαι ὑποχρεωμένη. Ζητάει τὸ ὀρφανὸ πατέρα νὰ βρεῖ, δὲν ἔχει. Ζητάει μάννα τὸ ἴδιο, ζητάει ἀδελφή, δὲν ἔχει ἀδελφή. Γι᾿ αὐτὸ ζητάει νὰ βρεῖ ἀγάπη ἀπὸ σένα, ἀγάπη πραγματική. Ἐσὺ πρέπει νὰ ἀντικαταστήσεις ὅλα τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα τοῦ ὀρφανοῦ.
Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς πληγώνει καὶ μᾶς κάνει νὰ πονᾶμε, ὀφείλουμε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε διπλά.
Ὅπως ἐξυπηρετεῖς τὸν πρῶτο, ἔτσι πρέπει νὰ βοηθᾶς τὸν δεύτερο, τὸν τρίτο καὶ τὸν τελευταῖο.
Δὲν εἶναι τὰ φτερὰ ποὺ μποροῦν νὰ ὑψώσουν τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ εἶσαι ἁπλὸς στὶς πράξεις σου καὶ καθαρὸς στὴ σκέψη καὶ στὰ αἰσθήματά σου. Μὲ τὴν καθαρὴ καρδιὰ θὰ ἀναζητᾶς τὸ Θεό, μὲ τὴν ἁπλότητα θὰ τὸν βρίσκεις καὶ θὰ τὸν χαίρεσαι. Ἡ καθαρὴ καρδιὰ περνάει εὔκολα τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ αὐταπάρνηση πρέπει νὰ καλλιεργεῖται μὲ διάκριση, διότι διαφορετικὰ φτάνουμε στὴν αὐτοκτονία.
Στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς βρισκόμαστε, πότε θὰ ἔχουμε φουρτούνα καὶ πότε γαλήνη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέ μας ἀφήνει. Διαφορετικὰ θὰ εἴχαμε καταποντιστεῖ ἐὰν δὲν μᾶς συγκρατοῦσε.
Οἱ ἅγιοι πάντοτε σκέφτονταν τὴν ἄλλη ζωή. Εἶναι χάρισμα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὁ Θεὸς μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν πειρασμό.
Δὲν ἀφήνει νὰ πειρασθοῦμε ἄνω τῶν δυνάμεών μας. Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας.
Ὅταν αὐξηθεῖ ἡ πνευματικότητα, θὰ καταπολεμηθεῖ καὶ ἡ ὑπνηλία.
Ἡ προσευχὴ εἶναι χάρη. Τὴν δίνει ὁ Θεός, ὅταν ὑπάρχει ζῆλος καὶ ταπείνωση.
Πολέμησε γενναῖα τὸν μισόκαλο ποὺ σὲ φθονεῖ, ὑπόμενε ὅτι καὶ ἂν σοῦ συμβαίνει μὲ καρτερία μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη. Μὴν ἀφήνεις νὰ σὲ τυραννάει ὁ ἐχθρός της ψυχῆς σου, ἐμφανίζεται μὲ ἔνδυμα προβάτου θέλει δῆθεν τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σου.
Ἔχε ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο γιὰ ὅλα καὶ αὐτὸς θὰ σὲ διαθρέψει σὲ ὥρα λιμοῦ.
Μὲ ἕνα καλὸ λόγο γιὰ τὸν πλησίον σου, ὑπερασπίζοντας τὸν ἀγοράζεις τὸν Παράδεισο.
Ἡ μετάνοια πρέπει νὰ γίνεται ὄχι γιὰ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας ἀλλὰ διότι ἁμαρτήσαμε πρὸς τὸ Θεό.
Γλύκανε τὴ σκέψη σου μὲ λογισμοὺς παραμυθίας καὶ ἐλπίδας, τὰ λόγια σου πύρωσε τὰ μὲ τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης στὸν Νυμφίο σου, θυμήσου τὰ δικά Του παθήματα τὰ ὁποῖα ὑπέστη γιὰ σένα γιὰ νὰ μείνεις σταθερή, ἀφοσιωμένη καὶ ταπεινή.
Παράδωσε τὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο στὴν προστασία καὶ σκέπη τῆς Παναγίας.
Τὴν φιλοξενία παιδί μου νὰ τὴν ἀγαπᾶς γιατί αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Μὲ αὐτὴ φιλοξενεῖς κι᾿ Ἀγγέλους «Ξένους ξένιζε ἵνα μὴ τῷ Θεῷ ξένη γένῃ».
Μὴν τρέχετε στὰ ψαλτήρια καὶ στοὺς ὕμνους, πολὺ μὲ λυπεῖ αὐτὸ τὸ πράγμα. Πιὸ σιγὰ ψάλλετε γιὰ νὰ συμμετέχει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σας σὲ ὅ,τι λέτε. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ κλαῖτε ὅταν ψάλλετε, ἀλλὰ αὐτὸ γιὰ σᾶς... Νὰ δῶ πότε θὰ μάθετε νὰ κλαῖτε. Οἱ παλιοὶ Μοναχοὶ κρατοῦσαν πάντοτε μαντήλια στὶς ἀκολουθίες.
Οι Ἅγιοι Πατέρες ὑπετάσσοντο μὲ ἁπλότητα σὰν μικρὰ παιδιὰ σὲ ὅ,τι τοὺς ἔστελνε ὁ Θεός, «Ἔτσι τὸ θέλεις, ἂς γίνει τὸ θέλημά σου».
Ἡ φιλοξενία... ἡ μεγαλύτερη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισύρει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὸ πρόσωπο κάθε ξένου, παιδί μου, βλέπω τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
Ἡ θλίψη εἶναι εὐάρεστη στὸ Θεὸ ἐφ᾿ ὅσον δέ μας ἀφαιρεῖ τὸ θάρρος ν᾿ ἀγωνιζόμαστε.
Εἶναι ἀπαραίτητο καὶ συμφέρον νὰ γίνεται κατὰ περιόδους μία γενικὴ αὐτοεξομολόγηση (μνήμη ὅλων τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων). Τὸ ἔκαναν καὶ οἱ Ἅγιοι.
Χρειάζεται καλλιέργεια γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους μὲ τὸ μέτρο ποὺ θέλει ὁ Χριστός.
Ὅλα τὰ ζητήματά σου νὰ τ᾿ ἀφήσεις στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι θέλεις νὰ τὸ ζητὰς σὰν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Ἡ εὐχὴ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Νὰ ζητᾶς πάντα μὲ ἐλπίδα.
Δὲ θὰ μᾶς σώσουν, ἀδελφή μου τὰ ἔργα μας, ἀλλὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόκτησε θάρρος καὶ ὑπομονὴ στὸν ἀγώνα σου.
Σὲ φθονεῖ ὁ Σατανᾶς παιδί μου, γιατί ἄφησες τὸν κόσμο μὲ τὶς κοσμικὲς τιμὲς καὶ δόξες καὶ ἦρθες ἐδῶ μὲ τὴ θέλησή σου, στὸ στάδιο ποὺ θὰ μᾶς ὑποτιμήσουν, θὰ μᾶς περιφρονήσουν πολλοί...